κῆχος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(20)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κῆχος]] και [[κῆγχος]] ή [[κηγχός]] (Α)<br />([[πάντοτε]] στη φρ.) «ποῑ [[κῆχος]];» — σε ποιό [[τόπο]]; πού γης; για πού; (α. «ποῑ [[κῆχος]];» - «[[εὐθύς]] Σικελίας», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ποῑ [[κῆχος]];» — «[[ἐγγύς]] ἡμερῶν γε τεσσάρων», Φερεκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=[[κῆχος]] και [[κῆγχος]] ή [[κηγχός]] (Α)<br />([[πάντοτε]] στη φρ.) «ποῑ [[κῆχος]];» — σε ποιό [[τόπο]]; πού γης; για πού; (α. «ποῑ [[κῆχος]];» - «[[εὐθύς]] Σικελίας», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ποῑ [[κῆχος]];» — «[[ἐγγύς]] ἡμερῶν γε τεσσάρων», Φερεκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{elru
|elrutext='''κῆχος:''' adv.: только в выражении [[ποῖ]] κ.; - Εὐθὺ Σικελίας Arph. куда именно? - Прямо в Сицилию.
}}
}}

Revision as of 13:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῆχος Medium diacritics: κῆχος Low diacritics: κήχος Capitals: ΚΗΧΟΣ
Transliteration A: kē̂chos Transliteration B: kēchos Transliteration C: kichos Beta Code: kh=xos

English (LSJ)

(also κῆγχος Hsch., κηγχός A.D.Adv.184.9), only in phrase ποῖ κ.; which some Gramm. expl. by ποῖ γῆς;

   A whither away? some by ποῖ δή; say whither? as, ποῖ κ.; Answ. εὐθὺς Σικελίας Ar.Fr. 656; ποῖ κ.; Answ. ἐγγὺς ἡμερῶν γε τεττάρων Pherecr.165.

German (Pape)

[Seite 1436] s. κῆγχος.

Greek (Liddell-Scott)

κῆχος: ἄγνωστόν τι μόριον (Ἰωνικὸν καθ’ ἃ λέγεται, Ἀπολλ. π. Ἐπιρρ. 596F) ἐν χρήσει ἐν τῇ φράσει ποῖ κῆχος,; ὅπερ Γραμμ. τινες ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ποῖ γῆς; «γιὰ ποῦ;», ἕτεροι διὰ τοῦ ποῖ δή; quo tandem? ὡς, ποῖ κῆχος; ― Ἀπόκρ. εὐθὺ Σικελίας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 527· ποῖ κῆχος; ― Ἀπόκρ. ἐγγὺς ἡμερῶν γε τεττάρων Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 33, ἔνθα ἴδε Meineke.

Greek Monolingual

κῆχος και κῆγχος ή κηγχός (Α)
(πάντοτε στη φρ.) «ποῑ κῆχος;» — σε ποιό τόπο; πού γης; για πού; (α. «ποῑ κῆχος;» - «εὐθύς Σικελίας», Αριστοφ.
β. «ποῑ κῆχος;» — «ἐγγύς ἡμερῶν γε τεσσάρων», Φερεκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Russian (Dvoretsky)

κῆχος: adv.: только в выражении ποῖ κ.; - Εὐθὺ Σικελίας Arph. куда именно? - Прямо в Сицилию.