διομολογία: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διομολογία:''' ἡ, = [[διομολόγησις]], σε Ισαίο.
|lsmtext='''διομολογία:''' ἡ, = [[διομολόγησις]], σε Ισαίο.
}}
{{elru
|elrutext='''διομολογία:''' ἡ Isae., Arst. = [[διομολόγησις]].
}}
}}

Revision as of 14:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διομολογία Medium diacritics: διομολογία Low diacritics: διομολογία Capitals: ΔΙΟΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: diomología Transliteration B: diomologia Transliteration C: diomologia Beta Code: diomologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A agreement, contract, δ. ποιεῖν περί τινος Is.11.21,23; γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Arist.EN1164a34.

Greek (Liddell-Scott)

διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, δ. ποιεῖν περί τινος Ἰσαῖ. 86. 4, 15· γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
acuerdo, convenio περὶ αὐτῶν Is.11.21, cf. 23, c. gen. τῆς ὑπουργίας Arist.EN 1164a34.

Greek Monolingual

διομολογία, η (Α) διομολογώ
διομολόγησις.

Greek Monotonic

διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, σε Ισαίο.

Russian (Dvoretsky)

διομολογία: ἡ Isae., Arst. = διομολόγησις.