ὡμολογημένως: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(47c) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> [[ομολογουμένως]] («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων [[ὡμολογημένως]] ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. <i>ὡμολογημένος</i> του μέσου παρακμ. του ρ. <i>ὁμολογῶ</i>]. | |mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> [[ομολογουμένως]] («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων [[ὡμολογημένως]] ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. <i>ὡμολογημένος</i> του μέσου παρακμ. του ρ. <i>ὁμολογῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὡμολογημένως:''' [part. pf. pass. к [[ὁμολογέω]] единодушно, по взаимному соглашению Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. part. pf. Pass. of ὁμολογέω,
A confessedly, without contradiction, D.S.15.10, Poll.6.208, Phalar.Ep.119.3; cf. ὁμολογουμένως.
German (Pape)
[Seite 1411] adv. part. perf. pass. von ὁμολογέω, zugestanden, verabredetermaßen, ohne Widerrede, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὡμολογημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὁμολογέω, ὁμολογουμένως, ἄνευ ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, Πολυδ. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. ομολογουμένως («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων ὡμολογημένως ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὡμολογημένος του μέσου παρακμ. του ρ. ὁμολογῶ].
Russian (Dvoretsky)
ὡμολογημένως: [part. pf. pass. к ὁμολογέω единодушно, по взаимному соглашению Diod.