παιδουργία: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παιδουργία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[παιδοποιία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> σε Σοφ. γυνὴ [[παιδοποιός]], [[μητέρα]].
|lsmtext='''παιδουργία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[παιδοποιία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> σε Σοφ. γυνὴ [[παιδοποιός]], [[μητέρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''παιδουργία:''' ἡ Soph., Plat. = [[παιδοποιΐα]].
}}
}}

Revision as of 14:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδουργία Medium diacritics: παιδουργία Low diacritics: παιδουργία Capitals: ΠΑΙΔΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: paidourgía Transliteration B: paidourgia Transliteration C: paidourgia Beta Code: paidourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = παιδοποιία, Pl.Lg.775c.    II = γυνὴ παιδοποιός (abstract for concrete), a mother, S.OT1248.

German (Pape)

[Seite 442] ἡ, Kinderzeugung; Soph. O. R. 1248 Plat. Legg. VI, 775 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παιδουργία: παιδοποιία, Πλάτ. Νόμ. 775C. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1248,= γυνὴ παιδοποιὸς (τὸ ἀφῃρημένον ἀντὶ συγκεκριμένου), μήτηρ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. παιδοποιΐα.
Étymologie: παῖς, ἔργον.

Greek Monolingual

παιδουργία, ἡ (Α) παιδουργός
1. η γέννηση παιδιών, η τεκνοποιία
2. η μητέρα, η γυναίκα που γέννησε παιδιά.

Greek Monotonic

παιδουργία: ἡ,
I. = παιδοποιία, σε Πλάτ.
II. σε Σοφ. γυνὴ παιδοποιός, μητέρα.

Russian (Dvoretsky)

παιδουργία: ἡ Soph., Plat. = παιδοποιΐα.