φερτός: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φερτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φέρω]], αυτός που υποφέρεται, [[υποφερτός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''φερτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φέρω]], αυτός που υποφέρεται, [[υποφερτός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φερτός:''' [adj. verb. к [[φέρω]] выносимый: οὐ [[τλατός]], οὐ φ. Eur. нестерпимый и невыносимый.
}}
}}

Revision as of 14:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερτός Medium diacritics: φερτός Low diacritics: φερτός Capitals: ΦΕΡΤΟΣ
Transliteration A: phertós Transliteration B: phertos Transliteration C: fertos Beta Code: ferto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A endurable, οὐ τλατᾶς οὐ φερτᾶς E.Hec.158 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1262] poet. adj. verb. von φέρω, getragen, ertragen, zu tragen, erträglich, Eur. δουλείας τᾶς οὐ φερτᾶς, Hec. 159.

Greek (Liddell-Scott)

φερτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, οὐ τλατᾶς, οὐ φερτᾶς Εὐρ. Ἑκ. 159· πρβλ. ἄφερτος. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
supportable, tolérable.
Étymologie: φέρω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φερτός, -ή, -όν, ΝΑ φέρω
νεοελλ.
1. αυτός που εισάγεται ή προέρχεται από έξω, από άλλη χώρα («φερτά προϊόντα»)
2. αυτός που μεταφέρεται και αποτίθεται από ένα μέρος σε άλλο («φερτές ύλες»)
αρχ.
υποφερτός.

Greek Monotonic

φερτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φέρω, αυτός που υποφέρεται, υποφερτός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φερτός: [adj. verb. к φέρω выносимый: οὐ τλατός, οὐ φ. Eur. нестерпимый и невыносимый.