κόνδυ: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(21) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κόνδυ]], -υος, τὸ, πληθ. -υα (ΑM)<br />[[είδος]] ποτηριού («καὶ τὸ [[κόνδυ]] μου τὸ ἀργυροῡν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κόνδυ]]<br />[[ποτήριον]] βαρβαρικόν</i>, [[κυμβίον]] αποτελεί [[ένδειξη]] για την πιθ. μικρασιατική [[προέλευση]] της λ.]. | |mltxt=[[κόνδυ]], -υος, τὸ, πληθ. -υα (ΑM)<br />[[είδος]] ποτηριού («καὶ τὸ [[κόνδυ]] μου τὸ ἀργυροῡν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κόνδυ]]<br />[[ποτήριον]] βαρβαρικόν</i>, [[κυμβίον]] αποτελεί [[ένδειξη]] για την πιθ. μικρασιατική [[προέλευση]] της λ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόνδυ:''' υος τό (перс.) чаша, кубок Men. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 31 December 2018
English (LSJ)
υος, τό,
A drinking-vessel, Men.293, Hipparch.Com.1.6, IG11 (2).287B133, al. (Delos, iii B.C.), PPetr.2p.108 (iii B.C.), Pancrat. ap.Ath.11.478a; as a measure, LXXGe.44.2, al.: pl., κόνδυα ἀργυρᾶ Alex.Magn.Epist. ap. Ath.11.784a.
German (Pape)
[Seite 1480] υος, τό, ein Trinkgefäß, ein Pokal; Men. u. Hipparch. com. bei Ath. XI, 478 a u. VLL.; eigtl. persisches W.; – auch ein Maaß für Flüssigkeiten, zehn Kotylen haltend, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κόνδῠ: -υος, τό, εἶδος ἐκπώματος, ποτηρίου, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 477F, κἑξ., πρβλ. 784Α, Ἑβδ. (Γεν. ΜΔ΄, 2, κ. ἀλλ.)· ― λέγεται ὅτι εἶναι Περσικὴ λέξις, ἴδε Sturz Διαλ. σελ. 91· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κόνδυ· ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον».
Greek Monolingual
κόνδυ, -υος, τὸ, πληθ. -υα (ΑM)
είδος ποτηριού («καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῡν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα του Ησυχίου κόνδυ
ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον αποτελεί ένδειξη για την πιθ. μικρασιατική προέλευση της λ.].
Russian (Dvoretsky)
κόνδυ: υος τό (перс.) чаша, кубок Men.