ἐχέστονος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐχέστονος:''' -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἐχέστονος:''' -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχέστονος:''' [[ἔχω]] 29] исторгающий стоны ([[ἰός]] Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bringing sorrows, ἰός Theoc.25.213.
German (Pape)
[Seite 1124] Seufzer bringend, verursachend, ἰός Theocr. 25, 213.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέστονος: -ον, ὁ προξενῶν στόνους, στεναγμούς, λύπας, ἰὸν ἐχέστονον Θεόκρ. 25. 213.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cause de la douleur.
Étymologie: ἔχω, στόνος.
Greek Monolingual
ἐχέστονος, -ον (Α)
αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + στόνος «στεναγμός»].
Greek Monotonic
ἐχέστονος: -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ.