ἀντέπειμι: Difference between revisions
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντέπειμι:''' ([[εἶμι]] [[ibo]]), [[εξορμώ]], [[συναντώ]] εξερχόμενο εχθρό, με δοτ. ή απόλ., σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀντέπειμι:''' ([[εἶμι]] [[ibo]]), [[εξορμώ]], [[συναντώ]] εξερχόμενο εχθρό, με δοτ. ή απόλ., σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντέπειμι:''' идти навстречу (наступающему), контратаковать (τινί Thuc., Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:28, 31 December 2018
English (LSJ)
(εἶμι
A ibo) rush upon, meet an advancing enemy, Th.4.33,96, etc.; τινί Id.7.6, cf.Lib.Decl.37.15, Onos.8.2; πρός τι Id.21.8.
German (Pape)
[Seite 246] (s. εἷμι), gegen einen (anrückenden Feind) anrücken, τινί, Thuc. 2, 91 u. öfter; Pol. 11, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέπειμι: (εἶμι) ἀντεπέρχομαι, ἐξέρχομαι εἰς συνάντησιν ἐπερχομένου ἐχθροῦ, καὶ ἅμα ἐκεῖνοι οὐκ ἀντεπῇσαν, ἀλλ’ ἡσύχαζον Θουκ. 4. 33, 96, κτλ.· τινὶ ὁ αὐτ. 7. 6.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀντεπῄειν;
marcher contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἔπειμι.
Spanish (DGE)
marchar contra, al encuentro de c. dat. pers. o c. πρός y ac. pers. τοῖς Συρακοσίοις Th.7.6, αὐτῷ D.C.36.14.2, τοῖς πρώτοις στρατεύσασιν Lib.Decl.37.15, πρὸς τὴν ἐκ τοῦ μηνοειδοῦς σχήματος κύκλωσιν Onas.21.8
•milit. abs. avanzar en contra o a su vez Th.4.96, Onas.8.2, Polyaen.2.38.2.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀντέπειμι: (εἶμι ibo), εξορμώ, συναντώ εξερχόμενο εχθρό, με δοτ. ή απόλ., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντέπειμι: идти навстречу (наступающему), контратаковать (τινί Thuc., Polyb.).