περσέπολις: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περσέπολις:''' ποιητ. επίσης περσέ-πτολις, <i>-εως</i>, ὁ, ἡ ([[πέρθω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εξολοθρευτής]] των [[πόλεων]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[Περσέπολις]], η αρχαία [[πρωτεύουσα]] της Περσίας, σε Στράβ.
|lsmtext='''περσέπολις:''' ποιητ. επίσης περσέ-πτολις, <i>-εως</i>, ὁ, ἡ ([[πέρθω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εξολοθρευτής]] των [[πόλεων]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[Περσέπολις]], η αρχαία [[πρωτεύουσα]] της Περσίας, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''περσέπολις:''' Aesch. [[περσέπτολις]], εως adj. [[πέρθω]] разрушающий города (ὁ [[βασίλειος]] [[στρατός]] Aesch.; [[Παλλάς]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 14:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περσέπολις Medium diacritics: περσέπολις Low diacritics: περσέπολις Capitals: ΠΕΡΣΕΠΟΛΙΣ
Transliteration A: persépolis Transliteration B: persepolis Transliteration C: persepolis Beta Code: perse/polis

English (LSJ)

poet. also περσέπτολις, εως, ὁ, ἡ, (πέρθω)

   A destroyer of cities; epith. of Pallas, Lamprocl.1 ; ὁ π. στρατός A.Pers.65 (lyr.; parodied by Eup.192, cf. Phryn.Com.72); π. Τρώων Poet. ap. Hld.3.2, cf. Call.Lav.Pall.43.

German (Pape)

[Seite 603] ὁ, ἡ, Städte zerstörend, Ar. Nubb. 967, von der Pallas gesagt, u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

περσέπολις: ποιητ. ὡσαύτως περσέπτολις, εως, ὁ, ἡ, (πέρθω) ὁ καταστρέφων τὰς πόλεις· ἐπίθ. τῆς Παλλάδος, Παλλάδα περσέπολιν δεινὰν Ἀριστοφ. Νεφ. 967· ὁ περσέπτολις βασίλειος στρατὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 65 (παρῳδούμενον ὑπὸ τοῦ Εὐπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 1)· Νεοπτόλεμον περσέπολιν Τρώων Ποιητὴς παρ’ Ἡλιοδ. 3. 2, πρβλ. Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 43. ΙΙ. ἡ ἀρχαία τῆς Περσίας πρωτεύουσα πόλις καὶ τόπος ταφῆς τῶν βασιλέων αὐτῆς, Στράβ. 729 κἑξ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
destructeur de villes.
Étymologie: πέρθω, πόλις.

Greek Monolingual

και περσέπτολις, ὁ, ἡ Α
1. αυτός που εκπορθεί και καταστρέφει πόλεις (α. «ὁ περσέπτολις βασίλειος στρατός», Αισχύλ.
β. «Νεοπτόλεμον, περσέπτολιν Τρώων», Ηλιόδ.
γ. «Παλλάδα περσέπτολιν δεινάν», Αριστοφ.)
2. ως κύριο όν. Περσέπολις
η αρχαία πρωτεύουσα της Περσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ένσιγμου αορίστου ἔπερσα του ρήματος πέρθω «καταστρέφω» + πόλις (για τον σχηματισμό του τ. πρβλ. ἀκερσεκόμης)].

Greek Monotonic

περσέπολις: ποιητ. επίσης περσέ-πτολις, -εως, ὁ, ἡ (πέρθω
I. εξολοθρευτής των πόλεων, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. Περσέπολις, η αρχαία πρωτεύουσα της Περσίας, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

περσέπολις: Aesch. περσέπτολις, εως adj. πέρθω разрушающий города (ὁ βασίλειος στρατός Aesch.; Παλλάς Arph.).