ἀβελτερία: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβελτερία:''' ἡ, [[ανοησία]], [[κουταμάρα]], [[αφέλεια]], [[νωθρότητα]], [[μωρία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀβελτερία:''' ἡ, [[ανοησία]], [[κουταμάρα]], [[αφέλεια]], [[νωθρότητα]], [[μωρία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβελτερία:''' ἡ глупость, тупоумие Plat., Arst., Dem., Plut.
}}
}}

Revision as of 14:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβελτερία Medium diacritics: ἀβελτερία Low diacritics: αβελτερία Capitals: ΑΒΕΛΤΕΡΙΑ
Transliteration A: abeltería Transliteration B: abelteria Transliteration C: avelteria Beta Code: a)belteri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A silliness, fatuity, Pl.Tht.174c, Smp.198d, D.19.98, Arist.Pol.1315a3, etc.; ἀ. καὶ νωθρότης Id.Rh.1390b30; pl., Phld. Lib.p.41O.

German (Pape)

[Seite 2] ἡ, Thorheit, Einfalt, ὑπ' ἀβελτερίας ᾤμην δεῖν τἀληθῆ λέγειν Plat. Conv. 198 d; mit νωθρότης verb. Arist. rhet. 2, 17; ὥστ' εἰ ταῦθ' ὑπ' ἀβ. ἢ δι' εὐήθειαν ἢ δι' ἄλλην ἄγνοιαν ἡντινοῦν πέπρακται Dem. 19, 98; πολλῆς ἀβελτερίας ἐστίν Aesch. 1, 71. Sehr oft bei Plut., z. B. Poplic. 3, die erheuchelte Einfalt des Brutus, und in Vbdg mit ἀμαθία und ähnlichen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβελτερία: ἡ, εὐήθεια, μωρία, ἀνοησία, νωθρότης, Πλάτ. Θεαίτ. 174. C, Συμπ. 198 D, κλπ. (ὁ ἐσφαλμένος τύπος ἀβελτηρία κοινὸς ἐν μεταγ. χειρογράφ. ἀφείθη ἀδιόρθωτος ὑπὸ Βέκκ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11. 26).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sottise, ignorance.
Étymologie: ἀβέλτερος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -τηρία Thphr.Fr.146, Hld.9.7.2, Chrys.M.59.749
1 simpleza ἐγὼ ... ὑπ' ἀβελτερίας ᾤμην Pl.Smp.198d
simpleza, tonteríaἀσχημοσύνη δεινὴ ... δόξαν ἀβελτερίας παρεχομένη terrible falta de maña que hace el efecto de tontería Pl.Tht.174c, cf. D.19.98, Aeschin.1.71, Arist.Pol.1315a3, Rh.1390b30, Thphr.l.c., D.Chr.32.47, Phld.Lib.fr.87.9, Hld.l.c., τῶν πολιτῶν Porph.Marc.1.
2 crist. maldad, depravación negada al hombre antes de la caída, Chrys.M.59.749, Ps.Caes.218.449.

Greek Monotonic

ἀβελτερία: ἡ, ανοησία, κουταμάρα, αφέλεια, νωθρότητα, μωρία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβελτερία: ἡ глупость, тупоумие Plat., Arst., Dem., Plut.