περιεργία: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(32)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[περιέργεια]].
|mltxt=η, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[περιέργεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιεργία:''' ἡ<b class="num">1)</b> ненужный труд, излишние хлопоты, суетливость: [[τοῦτο]] [[ἔσται]] [[δίχα]] πάσης περιεργίας Plut. это произойдет без всяких хлопот;<br /><b class="num">2)</b> любопытство: ὑπὸ περιεργίας Luc. из (праздного) любопытства.
}}
}}

Revision as of 14:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιεργία Medium diacritics: περιεργία Low diacritics: περιεργία Capitals: ΠΕΡΙΕΡΓΙΑ
Transliteration A: periergía Transliteration B: periergia Transliteration C: periergia Beta Code: periergi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A futility, needless questioning, Pl.Sis.387d; curiosity, Plu.2.516a.    2 over-elaboration, Men.Rh.p.342 S.; πεμμάτων περιεργίαι curiosities of cakes, Luc.Nigr.33.    3 useless learning, Hp.Decent.1.    II intermeddling with other folk's affairs, officiousness, Thphr.Char.13, Luc.VH1.5, Lib.Or.2.53; ὑπὸ περιεργίας Luc. D Deor.7.4.    III jugglery, Simp. in Cael.536.1.

German (Pape)

[Seite 575] ἡ, Sorgfalt, Fleiß, bes. übertriebene Sorgfalt, Kleinlichkeit, Aengstlichkeit od. Weitschweifigkeit im Thun und Sprechen, auch Beschäftigung mit Dingen, die Einen Nichts angehen, Neugier; Plat. Sis. 387 d; ἄκαιρος, Luc. Asin. 15; V. A. 1, 5; περιεργίαν καὶ καλλωπισμὸν καὶ τρυφὴν ἐμφαίνει, Plut. Symp. 6, 7, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περιεργία: ἡ, ὑπερβολικὴ ἀκρίβεια εἰς τὸ ποιεῖν τι, γράφειν τι, κτλ., Λατ. curiositas, Ἱππ. 22. 22, Πλάτ. Σίσυφ. 387D, Πλούτ. 2. 516Α· ὑπὸ περιεργίας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 4· πεμμάτων περιεργίαι, ὑπὲρ τὸ δέον ἐπιμελὴς καὶ ἰδιότροπος κατασκευὴ πλακούντων, Θεοφρ. Χαρ. 13, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 5. ΙΙΙ. περίεργα τεχνάσματα, θαυματοποιία, Ἐπιφάν. 24. 2, κ. ἀλλ. - Περὶ τοῦ πλημμελῶς ἔχοντος τύπου περιέργεια καὶ ἄλλων ὁμοίων ἴδε Κόντου γλωσσ. Παρατηρ. σ. 398 κἑξ., Γ. Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 239.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
soin excessif ou superflu, d’où
1 esprit de minutie;
2 curiosité excessive ou indiscrète, ingérence indiscrète dans les affaires d’autrui.
Étymologie: περίεργος.

Greek Monolingual

η, ΜΑ
βλ. περιέργεια.

Russian (Dvoretsky)

περιεργία:1) ненужный труд, излишние хлопоты, суетливость: τοῦτο ἔσται δίχα πάσης περιεργίας Plut. это произойдет без всяких хлопот;
2) любопытство: ὑπὸ περιεργίας Luc. из (праздного) любопытства.