ζάχρυσος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(nl)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ζάχρυσος -ον [ζα-, χρυσός] rijk aan goud.
|elnltext=ζάχρυσος -ον [ζα-, χρυσός] rijk aan goud.
}}
{{elru
|elrutext='''ζάχρῡσος:''' богатый золотом (Θρῃκία Eur.): ζ. [[ἐμπολή]] Eur. покупка на золото, денежная сделка.
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάχρῡσος Medium diacritics: ζάχρυσος Low diacritics: ζάχρυσος Capitals: ΖΑΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: záchrysos Transliteration B: zachrysos Transliteration C: zachrysos Beta Code: za/xrusos

English (LSJ)

ον,

   A rich in gold, Θρῃκία, ἐμπολά, E.Alc.498, IT1111 (lyr.): in late Prose, Lib.Or.11.140.

German (Pape)

[Seite 1136] reich an Gold, Θρῃκία Eur. Alc. 501, δώματα Rhes. 439, ἐμπολή, Gold einbringender Verkauf, I. T. 1101, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ζάχρῡσος: -ον, πλούσιος εἰς χρυσόν, πολύχρυσος, Εὐρ. Ἀλκ. 498, Ι. Τ. 1111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli d’or.
Étymologie: ζα-, χρυσός.

Greek Monolingual

ζάχρυσος, -ον (Α)
πλούσιος σε χρυσό («ζάχρυσος Θρῃκία», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + χρυσός.

Greek Monotonic

ζάχρῡσος: -ον, αυτός που είναι πλούσιος σε χρυσάφι, που αφθονεί σε χρυσό, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζάχρυσος -ον [ζα-, χρυσός] rijk aan goud.

Russian (Dvoretsky)

ζάχρῡσος: богатый золотом (Θρῃκία Eur.): ζ. ἐμπολή Eur. покупка на золото, денежная сделка.