συνάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνάλλομαι:''' αποθ., [[πραγματοποιώ]] [[άλμα]] από κοινού, [[τρομάζω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''συνάλλομαι:''' αποθ., [[πραγματοποιώ]] [[άλμα]] από κοινού, [[τρομάζω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνάλλομαι:''' одновременно прыгать Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 14:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάλλομαι Medium diacritics: συνάλλομαι Low diacritics: συνάλλομαι Capitals: ΣΥΝΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: synállomai Transliteration B: synallomai Transliteration C: synallomai Beta Code: suna/llomai

English (LSJ)

   A leap together, Luc.Anach.4; of a horse, f.l. in Plu. 2.970e.    II start back with terror, Artem.1.57.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ἅλλομαι), dep. med., mit- od. zusammenspringen, Luc. gymn. 4; – vor Schrecken zusammenfahren, Artemid. 1, 29.

Greek (Liddell-Scott)

συνάλλομαι: ἀποθ., ἅλλομαι, πηδῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐς τὸ ἄνω συναλλόμενος Λουκ. Ἀνάχ. 4: ἐπὶ ἵππου, τοῖς ἄλλοις (δηλ. ἵπποις) συνήλλετο Πλούτ. 2. 970D. ΙΙ. πηδῶ πρὸς τὰ ὀπίσω μετὰ φόβου, συνάλλεσθαι φαμὲν καὶ τοὺς ἀνιωμένους ἐπὶ τοῖς προσπεσοῦσιν αἰφνίδιον Ἀρτεμίδ. 1. 29.

French (Bailly abrégé)

sauter ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἅλλομαι.

Greek Monolingual

Α
1. πηδώ μαζί με κάποιον
2. πηδώ με φόβο προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»].

Greek Monolingual

Α
1. πηδώ μαζί με κάποιον
2. πηδώ με φόβο προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»].

Greek Monotonic

συνάλλομαι: αποθ., πραγματοποιώ άλμα από κοινού, τρομάζω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνάλλομαι: одновременно прыгать Plut., Luc.