ἀντιτιμάω: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τιμώ]] ως [[ανταπόδοση]], <i>τινά</i>, σε Ξεν.· Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. ως [[νομικός]] προς, [[αντιπροτείνω]] [[άλλη]] [[ποινή]], με γεν., σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀντιτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τιμώ]] ως [[ανταπόδοση]], <i>τινά</i>, σε Ξεν.· Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. ως [[νομικός]] προς, [[αντιπροτείνω]] [[άλλη]] [[ποινή]], με γεν., σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιτῑμάω:''' <b class="num">1)</b> оказывать в свою очередь уважение, почитать со своей стороны (τινα Xen.);<br /><b class="num">2)</b> med. (в противовес обвинителю) предлагать самому для себя (более справедливое) наказание Dem.: τίνος [[ὑμῖν]] ἀντιτιμήσομαι; Plat. какую же кару предложить мне вам для себя? | |||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A honourin return, τινά X.HG3.1.13; τινὰπᾶσι τοῖς καλοῖς Id.Cyr.5.2.11, etc.:—fut. Med. in pass.sense, Id.Oec.9.11. II Med. as law-term, make a counter-estimate of damages, c. gen. pretii, Pl.Ap.36b, D.24.138.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτῑμάω: μέλλ. -ήσω, τιμῶ τὸν τιμῶντά με, ἀνταποδίδω τιμὰς εἴς τινα, ὥστε καὶ ἀντετίμα αὐτὴν (τὴν Μανίαν) μεγαλοπρεπῶς ὁ Φαρνάβαζος Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 13· τινά τινί ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 11, κτλ.: - μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ., ὅπως χαριζομένη τι ἡμῖν ὑφ’ ἡμῶν ἀντιτιμήσεται ὁ αὐτ. Οἰκ. 9. 11. ΙΙ. Μέσ., ὡς ὅρος νομικός, ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου ἐν δικαστηρίῳ, ἀντιπροτείνω ἄλλην ποινήν, ἣν ἐγὼ θεωρῶ δικαιοτέραν τῆς προταθείσης ὑπὸ τοῦ κατηγόρου, μετὰ γενικ. τοῦ τιμήματος, τιμᾶται δ’ οὖν μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου· εἶεν· ἐγὼ δὲ δὴ τίνος ὑμῖν ἀντιτιμήσομαι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι ἢ δῆλον ὅτι τῆς ἀξίας; Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, Δημ. 743. 21: πρβλ. τιμάω ΙΙΙ 2., ὑποτιμάω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
honorer en retour;
Moy. ἀντιτιμάομαι-ῶμαι faire une contre-estimation, càd fixer de son côté le chiffre d’une amende, avec le gén. de la somme.
Étymologie: ἀντί, τιμάω.
Spanish (DGE)
1 honrar a su vez αὐτήν X.HG 3.1.13, σε ... πᾶσι τοῖς καλοῖς X.Cyr.5.2.11, με D.C.67.12.3, cf. Ph.2.26, MAMA 8.398, en v. pas. ὑφ' ἡμῶν X.Oec.9.11.
2 en v. med. contraproponer para sí como castigo c. gen. de la pena, Pl.Ap.36b, D.24.138, IG 12(2).526a.17, b.21 (Ereso).
Greek Monotonic
ἀντιτῑμάω: μέλ. -ήσω,
I. τιμώ ως ανταπόδοση, τινά, σε Ξεν.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, στον ίδ.
II. Μέσ. ως νομικός προς, αντιπροτείνω άλλη ποινή, με γεν., σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιτῑμάω: 1) оказывать в свою очередь уважение, почитать со своей стороны (τινα Xen.);
2) med. (в противовес обвинителю) предлагать самому для себя (более справедливое) наказание Dem.: τίνος ὑμῖν ἀντιτιμήσομαι; Plat. какую же кару предложить мне вам для себя?