ὑποτιμάω

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτῑμάω Medium diacritics: ὑποτιμάω Low diacritics: υποτιμάω Capitals: ΥΠΟΤΙΜΑΩ
Transliteration A: hypotimáō Transliteration B: hypotimaō Transliteration C: ypotimao Beta Code: u(potima/w

English (LSJ)

A name the price of what one offers for sale, ἰχθύν Alex. 125.4.
II Med.,
1 make a return or assessment of one's property, Arist.Oec.1347a22, 1353a12.
2 as law-term, = ἀντιτιμάομαι, X.Ap.23, Arr.Epict.3.24.61, D.Chr.56.14; ἀποθνῄσκειν ὑποτιμῶ Arist.Rh.Al.1437a17; cf. τιμάω III.2b.
3 allege, plead in excuse, ἀμβλυωπίαν Gal.5.192; γῆρας, ἀσθένειαν, Nic. Dam. Fr. 130.17 J.; ἀγνοίας πρόφασιν POxy.1119.11 (iii A. D.); πενίαν Iamb.VP5.23, cf. Apollod.2.5.3.
4 underestimate, tone down, εἰρωνεύεσθαι καὶ ὑ. D. Chr.32.90.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτῑμάω: ὁρίζω (ἢ ὑποβιβάζω) τὴν τιμὴν πράγματός τινος, τῶν ἰχθυοπωλῶν ὅστι ἂν πωλῶν τινι ἰχθὺν ὑποτιμήσας ἀποδῶτ’ ἐλάττονος ἧς εἶπε τιμῆς, εἰς τὸ δεσμωτήριον εὐθὺς ἀπάγεσθαι Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 3. 4. ΙΙ. μέσ., 1) κάμνω ἐκτίμησιν τῆς περιουσίας μου, ἐκτιμῶ ἢ ἀπογράφω αὐτήν, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 6 καὶ 36. 2) ὡς δικανικὸς ὄρος, = ἀντιτιμάομαι, Ξεν. Ἀπολ. 23· ἀποθνήσκειν ὑποτιμῶ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 30, 11· Buttm. εἰς Δημ. κατὰ Μειδ. ἐν τῷ Πίνακι, καὶ πρβλ. τιμάω ΙΙΙ. 2. 3) προσποιοῦμαι, προφασίζομαι, πενίαν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 23, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 4, 3· ἀπολ. δικαιολογοῦμαι, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 61.

Greek Monolingual

ὑποτιμῶ, ὑποτιμάω, ΝΜΑ τιμῶ
1. ελαττώνω, κατεβάζω την τιμή πώλησης (α. «η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να υποτιμήσει τη δραχμή» β. «ἰχθὺν ὑποτιμῶν», Αλεξ.)
2. κρίνω ή παρουσιάζω κάποιον ή κάτι ως κατώτερο από ό,τι είναι (α. «υποτιμά τις ικανότητες του αντιπάλου του» β. «εἰρωνεύεσθαι καὶ ὑποτιμᾶν», Δ. Χρυσ.)
αρχ.
μέσ. ὑποτιμῶμαι, ὑποτιμάομαι
1. κάνω απογραφή και εκτίμηση της περιουσίας μου
2. ως κατηγορούμενος αντιπροτείνω άλλη ποινή, μικρότερη από την ποινή που πρότεινε ο κατήγορος
3. προφασίζομαι, προσποιούμαι
4. δικαιολογούμαι.

German (Pape)

[ῑ],
1 herabschätzen; dagegen, nach einem Andern abschätzen, Alexis bei Ath. 226b; bes. vom Gerichte, den Strafbetrag nach dem Kläger abschätzen, und im med. vom Beklagten, den Strafbetrag, auf welchen der Kläger angetragen hat, für sich herabsetzen, sich eine geringere Buße zuerkennen, Xen. Apol. 23; ἀργυρίου, Sp.; – sein Vermögen selbst schätzen, Arist. Oec. 2.5.
2 vorschützen, vorwenden, auch im med., Iambl. und Sp.