ἐξελευθεροστομέω: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξελευθεροστομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[πολύ]] «[[ελεύθερος]]» στα [[λόγια]], είμαι [[αθυρόστομος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐξελευθεροστομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[πολύ]] «[[ελεύθερος]]» στα [[λόγια]], είμαι [[αθυρόστομος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξελευθεροστομέω:''' говорить свободно, смело Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:56, 31 December 2018
English (LSJ)
strengthd. for ἐλευθ-, S.Aj.1258.
German (Pape)
[Seite 876] freimüthig heraussagen, Soph. Ai. 1237.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελευθεροστομέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐλευθεροστομέω, θαρσῶν ὑβρίζεις κἀξελευθεροστομεῖς Σοφ. Αἴ. 1258.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler librement.
Étymologie: ἐξελεύθερος, στόμα.
Greek Monotonic
ἐξελευθεροστομέω: μέλ. -ήσω, είμαι πολύ «ελεύθερος» στα λόγια, είμαι αθυρόστομος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξελευθεροστομέω: говорить свободно, смело Soph.