ἐπικαταπίπτω: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικαταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], ρίχνομαι, [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐπικαταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], ρίχνομαι, [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικαταπίπτω:''' <b class="num">1)</b> (на что-л.) падать, бросаться: εἰτ᾽ ἐπικαταπεσών, ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ Luc. бросившись (на противника), он не дает (ему) подняться;<br /><b class="num">2)</b> падать вслед (за чем-л.): ἐπικαταπίπτοντα σημεῖα Sext. последовательно друг за другом наносимые знаки. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A fall upon, Luc.Anach.1; γαίῃ Q.S.3.399. 2. metaph., fall to the lot of, λυγρῷ ἐπικάππεσεν ὄλβος Id.7.78.
German (Pape)
[Seite 946] (s. πίπτω), darüber herfallen; Luc. Anachars. 1; Sext. Emp. adv. geom. 27.
French (Bailly abrégé)
tomber sur.
Étymologie: ἐπί, καταπίπτω.
Greek Monolingual
ἐπικαταπίπτω (AM) καταπίπτω
1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», Λουκιαν.)
2. περιλαμβάνομαι στο μερίδιο κάποιου.
Greek Monotonic
ἐπικαταπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, ρίχνομαι, πέφτω πάνω σε κάποιον, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαταπίπτω: 1) (на что-л.) падать, бросаться: εἰτ᾽ ἐπικαταπεσών, ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ Luc. бросившись (на противника), он не дает (ему) подняться;
2) падать вслед (за чем-л.): ἐπικαταπίπτοντα σημεῖα Sext. последовательно друг за другом наносимые знаки.