ῥαδαλός: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(35) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[ῥαδινός]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[ῥαδινός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥᾰδᾰλός:''' Hom. v. l. = [[ῥοδανός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A v. ῥοδανός. ῥαδαμεῖ· βλαστάνει, Hsch. ῥάδαμνος, v. ὀρόδαμνος. ῥᾰδαμνώδης, ες, like a young shoot, Sch.Nic. Th.543. ῥαδανᾶται· πλανᾶται, Hsch. ῥαδάνη· κρόκη, ὁμοίως ῥοδάνη, Id. ῥᾰδᾰνίζω, v. ῥοδάνη. ῥᾰδᾰνός, v. ῥοδανός. ῥαδανῶροι· οἱ τῶν λαχάνων κηπουροί, Ταραντῖνοι, Id. ῥαδές· τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον, Id.
German (Pape)
[Seite 830] las Zenodot. Il. 18, 576 für ῥοδανόν, = εὐκράδαντος, leicht beweglich. S. ῥαδινός.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰδᾰλός: -ή, -όν, ἴδε ῥοδανός, «ῥαδαλόν· ἁπαλόν, εὐδιάσειστον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
facile à mouvoir.
Étymologie: ῥᾴδιος.
English (Autenrieth)
see ῥοδανός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. ῥαδινός.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰδᾰλός: Hom. v. l. = ῥοδανός.