συνημερευτής: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(nl) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνημερευτής -οῦ, ὁ [συνημερεύω] iemand om de dag mee door te brengen, dagelijkse metgezel. | |elnltext=συνημερευτής -οῦ, ὁ [συνημερεύω] iemand om de dag mee door te brengen, dagelijkse metgezel. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνημερευτής:''' οῦ ὁ человек, с которым проводят дни, постоянный спутник, сотоварищ Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A daily companion, Id.Pol.1314a10.
Greek (Liddell-Scott)
συνημερευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συνδιημερεύων τινί, καθημερινὸς σύντροφος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 14.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compagnon avec qui l’on passe ses journées.
Étymologie: συνημερεύω.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνημερεύω
καθημερινός σύντροφος.
Greek Monotonic
συνημερευτής: -οῦ, ὁ, καθημερινός σύντροφος κάποιου, αυτός με τη συντροφιά του οποίου περνάει κάποιος την ημέρα του, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνημερευτής -οῦ, ὁ [συνημερεύω] iemand om de dag mee door te brengen, dagelijkse metgezel.
Russian (Dvoretsky)
συνημερευτής: οῦ ὁ человек, с которым проводят дни, постоянный спутник, сотоварищ Arst.