συνημερεύω
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
pass one's days together, Pl.Smp. 217b, Phdr.240b; σ. καὶ συζῆν Arist.EN1156b4; τινι X.Mem.1.4.1, Arist.EN1157b15, al.; μετά τινων ib.1166b14; ἔν τινι in a practice, ib.1172a5.
French (Bailly abrégé)
vivre avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἡμέρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ημερεύω samen de dag doorbrengen; met dat., met μετά + gen. met iem.
German (Pape)
den ganzen Tag zusammensein, den Tag mit Einem verleben; Plat. Phaedr. 240c, Symp. 217b; Xen. Mem. 1.4.1; überhaupt mit Einem leben, verkehren, καὶ συζῆν, Arist. eth. 8.3; Plut. am.mult. 5.
Russian (Dvoretsky)
συνημερεύω: вместе проводить дни, находиться в постоянном общении (τινί Xen., Arst. и μετά τινος Arst.): εἰς τὸ σ. Plat. при повседневном общении.
Greek Monolingual
Α
1. περνώ την ημέρα μου μαζί με άλλον
2. συνεκδ. ασχολούμαι με κάτι κι εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἡμερεύω (Ι) «περνώ την ημέρα μου, διημερεύω» (< ἡμέρα)].
Greek Monotonic
συνημερεύω: μέλ. -σω, διέρχομαι, περνώ την ημέρα μαζί με κάποιον ή με συντροφιά, τινί, σε Ξεν. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
συνημερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλάτ. Συμπ. 217Β, Φαῖδρ. 240C· σ. καὶ συζῆν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 3. 5˙ τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 5, 2, κ. ἀλλ.˙ μετά τινος αὐτόθι 9. 4, 9˙ ἔν τινι, εἴς τινα ἀσχολίαν, αὐτόθι 10. 12, 2˙ πρβλ. συνδιημερεύω.