ὀψώνης: Difference between revisions
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀψώνης:''' -ου, ὁ ([[ὄψον]], [[ὠνέομαι]]), αυτός που αγοράζει ψάρι και τρόφιμα, [[προμηθευτής]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀψώνης:''' -ου, ὁ ([[ὄψον]], [[ὠνέομαι]]), αυτός που αγοράζει ψάρι και τρόφιμα, [[προμηθευτής]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀψώνης:''' ου ὁ закупающий продовольствие Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὄψον)
A one who buys fish or victuals, caterer, purveyor, Ar.Fr.503, Alciphr.1.1:—also ὀψων-ητής, Arr.Epict.3.26.21, Tz.H.5.534.
German (Pape)
[Seite 434] ὁ, Zukost, bes. Fische tausend, = ὀψωνάτωρ, Ar. bei Ath. IV, 171 a u. Sp., vgl. Phryn.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψώνης: -ου, ὁ, (ὄψον) ὁ ἀγοράζων τρόφιμα, μάλιστα ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 424, Ἀλκίφρων 1. 1, Ἀθήν. 171Α, Β· ― ὀψωνητὴς παρ’ Εὐστ. κ. Τζέτζ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui fait des provisions de bouche, maître-d’hôtel ; qui achète des poissons.
Étymologie: ὄψον, ὠνέομαι.
Greek Monolingual
ὀψώνης, ὁ (Α)
αγοραστής τροφίμων, ιδίως ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, ψάρι» + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. οπωρ-ώνης].
Greek Monotonic
ὀψώνης: -ου, ὁ (ὄψον, ὠνέομαι), αυτός που αγοράζει ψάρι και τρόφιμα, προμηθευτής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀψώνης: ου ὁ закупающий продовольствие Arph.