ἀσύνακτος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ασύναχτος]], -η, -ο (AM [[ἀσύνακτος]], -ον) [[συνάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος<br /><b>2.</b> (για γεννήματα) [[ασυγκόμιστος]], [[αμάζωχτος]]<br /><b>3.</b> (για χρήματα) [[εκείνος]] που δεν έχει εισπραχθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για τιμωρημένους κληρικούς) [[εκείνος]] που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν παρουσιάζει [[λογική]] [[ακολουθία]], ο [[ασυνάρτητος]], ο [[άλογος]].
|mltxt=και [[ασύναχτος]], -η, -ο (AM [[ἀσύνακτος]], -ον) [[συνάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος<br /><b>2.</b> (για γεννήματα) [[ασυγκόμιστος]], [[αμάζωχτος]]<br /><b>3.</b> (για χρήματα) [[εκείνος]] που δεν έχει εισπραχθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για τιμωρημένους κληρικούς) [[εκείνος]] που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν παρουσιάζει [[λογική]] [[ακολουθία]], ο [[ασυνάρτητος]], ο [[άλογος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσύνακτος:''' несвязный, невяжущийся (λόγοι Sext.).
}}
}}

Revision as of 15:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύνακτος Medium diacritics: ἀσύνακτος Low diacritics: ασύνακτος Capitals: ΑΣΥΝΑΚΤΟΣ
Transliteration A: asýnaktos Transliteration B: asynaktos Transliteration C: asynaktos Beta Code: a)su/naktos

English (LSJ)

ον,

   A incompatible, incoherent, illogical, Phld.Sign.14, Epict.Ench.44, S.E.P.2.137.

German (Pape)

[Seite 380] unzusammenhangend, unvereinbar, Epict. ench. 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύνακτος: -ον, ἀσυμφυής, ἀσύμπλεκτος, ἀσυνάρτητος, ἄλογος, Φιλόδημ. ἐν Gomperz Herk. Stud. 1. 18· τῶν δὲ λόγων οἱ μὲν εἰσὶ συνακτικοί, οἱ δὲ ἀσύνακτοι· συνακτικοὶ μὲν ὅταν τὸ συνημμένον ... ὑγιὲς ᾖ ... ἀσύνακτοι δὲ οἱ μὴ οὕτως ἔχοντες Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 137, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 44. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἱερᾶς Συνάξεως, «ἐξώβλητος» καθ’ Ἡσύχ.· - «ὁ Θεόφιλος ἐποίησε τούτους ἀσυνάκτους καὶ ἀκοινωνήτους τριετῆ χρόνον» Βίος Ἐπιφαν. σ. 371C.

Spanish (DGE)

-ον
1 incongruente, ilógico, no concluyente de abstr. ἀ. ἐστιν καὶ ὁ διὰ τοῦ κοινοῦ καὶ ἰδίου σημείου συγκείμενος el argumento por medio del signo común y el particular es poco concluyente Phld.Sign.14.2, λόγοι Epict.Ench.44, S.E.P.2.137, cf. M.8.120
inconciliable τὰ ἀσύνακτα συνάγοντας Arr.Epict.2.1.3.
2 no admitido en la comunidad, proscrito por la Iglesia, Gr.Naz.M.37.1348A
excomulgado τὸ ἀ. εἶναι Thphl.Al.Agath.13, ὁ Θεόφιλος ἐποίησεν τούτους ἀσυνάκτους Polyb.Rh.M.41.101A.

Greek Monolingual

και ασύναχτος, -η, -ο (AM ἀσύνακτος, -ον) συνάγω
νεοελλ.
1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος
2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος
3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί
αρχ.-μσν.
(για τιμωρημένους κληρικούς) εκείνος που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξη
αρχ.
αυτός που δεν παρουσιάζει λογική ακολουθία, ο ασυνάρτητος, ο άλογος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύνακτος: несвязный, невяжущийся (λόγοι Sext.).