δοριτίνακτος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δορῐτίνακτος:''' [τῐ], -ον ([[τινάσσω]]), αυτός που έχει τιναχθεί, σεισθεί σε [[κονταρομαχία]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δορῐτίνακτος:''' [τῐ], -ον ([[τινάσσω]]), αυτός που έχει τιναχθεί, σεισθεί σε [[κονταρομαχία]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοριτίνακτος:''' сотрясаемый копьем ([[αἰθήρ]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[τῐ], ον,
A shaken by battle, αἰθήρ A.Th.155 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δορῐτίνακτος: [τῐ], ον, τιναχθείς, .σεισθεὶς διὰ τῶν δοράτων, αἰθὴρ Αἰσχύλ. Θήβ. 155.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ébranlé par les lances : δοριτίνακτα δ’ αἰθὴρ ἐπιμαίνεται ESCHL l’air y répond par le sifflement furieux des lances qui l’ébranlent.
Étymologie: δόρυ, τινάσσω.
Greek Monolingual
δοριτίνακτος, -ον (Α)
«δοριτίνακτος αἰθήρ» — που σείστηκε από την κλαγγή τών όπλων (Αισχ.).
Greek Monotonic
δορῐτίνακτος: [τῐ], -ον (τινάσσω), αυτός που έχει τιναχθεί, σεισθεί σε κονταρομαχία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δοριτίνακτος: сотрясаемый копьем (αἰθήρ Aesch.).