ὀπιθόμβροτος: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀπῐθόμβροτος:''' -ον, ποιητ. αντί <i>ὀπισθό-μβροτος</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]], [[δόξα]] που διαρκεί και [[μετά]] τον θάνατο, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ὀπῐθόμβροτος:''' -ον, ποιητ. αντί <i>ὀπισθό-μβροτος</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]], [[δόξα]] που διαρκεί και [[μετά]] τον θάνατο, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀπιθόμβροτος:''' переживающий смертных, посмертный ([[αὔχημα]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, poet. for ὀπισθόμβροτος,
A following a mortal, ὀ. αὔχημα the glory that lives after men, Pi.P.1.92.
German (Pape)
[Seite 357] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, αὔχημα, der Nachruhm, Pind. P. 1, 92.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. αὔχημα, ἡ δόξα ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui survit aux mortels.
Étymologie: ὄπιθε, βροτός.
English (Slater)
ὀπῐθόμβροτος
1 that follows after men ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92)
Greek Monolingual
ὀπιθόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» — η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. του ὄπισθεν + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος, μελά-μβροτος].
Greek Monotonic
ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. αντί ὀπισθό-μβροτος, -ον, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον αὔχημα, δόξα που διαρκεί και μετά τον θάνατο, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀπιθόμβροτος: переживающий смертных, посмертный (αὔχημα Pind.).