ἀεικίζω: Difference between revisions
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀεικίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀείκισσα</i> — Μέσ., Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀεικισσάμην</i> — Παθ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ, <i>ἀεικισθήμεναι</i>· [[συμπεριφέρομαι]], [[μεταχειρίζομαι]] απρεπώς, [[βλάπτω]], [[αδικώ]], σε Όμηρ.· οὐ γὰρ [[ἐγώ]] σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δεν θα [[σου]] προξενήσω [[μεγάλη]] [[ατιμία]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., με Ενεργ. [[σημασία]], στον ίδ.· πρβλ. σε Αττ. [[αἰκίζω]]. | |lsmtext='''ἀεικίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀείκισσα</i> — Μέσ., Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀεικισσάμην</i> — Παθ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ, <i>ἀεικισθήμεναι</i>· [[συμπεριφέρομαι]], [[μεταχειρίζομαι]] απρεπώς, [[βλάπτω]], [[αδικώ]], σε Όμηρ.· οὐ γὰρ [[ἐγώ]] σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δεν θα [[σου]] προξενήσω [[μεγάλη]] [[ατιμία]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., με Ενεργ. [[σημασία]], στον ίδ.· πρβλ. σε Αττ. [[αἰκίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀεικίζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> дурно обращаться, оскорблять, обижать (τινα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> бесчестить, обезображивать ([[νεκρόν]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 31 December 2018
English (LSJ)
(Att. αἰκίζω, q.v.), fut.
A -ιῶ Il. (v.infr.), later Ep. also ἀεικίσσω Q.S.10.401: Ep. aor. ἀείκισσα Il.16.545:— Med., Ep.aor. ἀεικισσάμην ib.559, 22.404:—Pass., Ep. aor. inf. ἀεικισθήμεναι Od.18.222 :—treat unseemly, injure, Hom. Il. cc.; οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ I will do thee no great dishonour, Il.22.256, cf. 24.22 and 54, etc.:—Med. in act. sense, Il.ll.cc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεικίζω: μέλλ. -ιῶ, Ἰλ. (ἴδε κατωτέρ.), Ἐπ. καὶ ἀεικίσσω, Κόϊντ. Σμυρ. 10. 401. Ἐπ. ἀόρ. ἀείκισσα, Ἰλ. ΙΙ. 545: - μέσ. Ἐπ. ἀόρ. ἀεικισσάμην, αὐτόθι 559, Χ., 404: - Παθ. Ἐπ. ἀόρ. ἀπαρεμφ. ἀεικισθήμεναι, Ὀδ. Σ. 222. Μεταχειρίζομαι ἀπρεπῶς, βλάπτω, ἀδικῶ, Ὅμ. οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δὲν θά σοι προξενήσω μεγάλην ἀτιμίαν, Ἰλ. Χ. 256· πρβλ. Ω. 22 καὶ 54, κτλ: - Μέσ. μετὰ ἐνεργ. σημασ. Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκίζω.
French (Bailly abrégé)
f. ἀεικιῶ;
épq. c. αἰκίζω.
Étymologie: ἀεικής.
English (Autenrieth)
(ἀϝεικής), ipf. ἀείκιζεν, aor. subj. ἀεικίσσωσι, mid. ἀεικισσαίμεθα, ἀεικίσσασθαι, pass. ἀεικισθήμεναι: disfigure, maltreat, insult.
Spanish (DGE)
v. αἰκίζω.
Greek Monotonic
ἀεικίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ· Επικ. αόρ. αʹ ἀείκισσα — Μέσ., Επικ. αόρ. αʹ ἀεικισσάμην — Παθ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ, ἀεικισθήμεναι· συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι απρεπώς, βλάπτω, αδικώ, σε Όμηρ.· οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δεν θα σου προξενήσω μεγάλη ατιμία, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., με Ενεργ. σημασία, στον ίδ.· πρβλ. σε Αττ. αἰκίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀεικίζω: тж. med.
1) дурно обращаться, оскорблять, обижать (τινα Hom.);
2) бесчестить, обезображивать (νεκρόν Hom.).