ἀγρειοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγρειοσύνη:''' ἡ ([[ἀγρεῖος]]), [[αγένεια]], [[γελοιότητα]], άξεστη ή τραχιά [[ζωή]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀγρειοσύνη:''' ἡ ([[ἀγρεῖος]]), [[αγένεια]], [[γελοιότητα]], άξεστη ή τραχιά [[ζωή]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγρειοσύνη:''' ἡ дикость, грубость Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A clownishness: or a rude, vagrant life, AP6.51.
German (Pape)
[Seite 22] ἡ, Ep. ad. 174 (VI, 51), ländliche Lebensweise, oder besser wilde Raserei des Cybelepriesters.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρειοσύνη: ἡ ἀγροικία, σκαιότης· ἤ, = βίος τραχὺς πλανητικός, Ἀνθ. Π. 6. 51. πρβλ. Ἰακωψίου Δελφ. Ἐπιγρ. 1. 6.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
rusticité, sauvagerie.
Étymologie: ἀγρεῖος.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ rusticidad, AP 6.51.
Greek Monotonic
ἀγρειοσύνη: ἡ (ἀγρεῖος), αγένεια, γελοιότητα, άξεστη ή τραχιά ζωή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρειοσύνη: ἡ дикость, грубость Anth.