ἀερσίπους: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀερσίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που σηκώνει το [[πόδι]] [[ψηλά]], που αναπηδά, που καλπάζει ζωηρά <i>ἦ ἵπποι ἀερσίποδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀερσίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που σηκώνει το [[πόδι]] [[ψηλά]], που αναπηδά, που καλπάζει ζωηρά <i>ἦ ἵπποι ἀερσίποδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀερσίπους:''' стяж. [[ἀρσίπους]] 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый (ἵπποι Hom., HH).
}}
}}

Revision as of 15:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀερσίπους Medium diacritics: ἀερσίπους Low diacritics: αερσίπους Capitals: ΑΕΡΣΙΠΟΥΣ
Transliteration A: aersípous Transliteration B: aersipous Transliteration C: aersipous Beta Code: a)ersi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό,

   A high-stepping, ἵπποι ἀερσίποδες Il.18.532; contr.ἀρσί ποδες h.Ven.211, AP7.717.

German (Pape)

[Seite 43] οδος, die Füße hebend, trabend, Hom. dreimal, ἵπποι ἀερσίποδες Iliad. 3, 327. 23, 475, ἐφ' ἵππων βάντες ἀερσιπόδων 18, 532; – h. Ven. 212.

Greek (Liddell-Scott)

ἀερσίπους: ὁ , ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν πόδα, ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
qui lève le pied, rapide.
Étymologie: ἀείρω, πούς.

Spanish (DGE)

-ποδος

• Alolema(s): ἀρσί- h.Ven.211, AP 7.717

• Prosodia: [-ῐ-]
que levanta el pie muy alto, velozde caballos Il.18.532, 23.475, h.Ven.l.c., de una liebre AP l.c.

Greek Monotonic

ἀερσίπους: ὁ, ἡ, αυτός που σηκώνει το πόδι ψηλά, που αναπηδά, που καλπάζει ζωηρά ἦ ἵπποι ἀερσίποδες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀερσίπους: стяж. ἀρσίπους 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый (ἵπποι Hom., HH).