ἀρσίπους

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρσίπους Medium diacritics: ἀρσίπους Low diacritics: αρσίπους Capitals: ΑΡΣΙΠΟΥΣ
Transliteration A: arsípous Transliteration B: arsipous Transliteration C: arsipous Beta Code: a)rsi/pous

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, ἡ, ἀρσίπουν, τό, gen. ποδος, contr. for ἀερσίπους, raising the foot, active, h.Ven.211, AP7.717.

Spanish (DGE)

-πουν
• Prosodia: [-ῐ-]
que levanta el pie, rápido ἵππος h.Ven.211, λαγωός AP 7.717.

German (Pape)

[Seite 361] οδος, zsgzgn aus ἀερσίπους, den Fuß erhebend, H. h. Ven. 212; Ep. ad. 647 (VII, 717).

French (Bailly abrégé)

c. ἀερσίπους.

Russian (Dvoretsky)

ἀρσίπους: HH стяж. = ἀερσίπους.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρσίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, συνηρ. ἀντὶ ἀερσίπους, ὁ τοὺς πόδας αἴρων, ζωηρός, ταχύς, ἵππους ἀρσίποδας Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 212, Ἀνθ. Π. 7. 717.

Greek Monotonic

ἀρσίπους: ὁ, ἡ, συνηρ. αντί ἀερσίπους, αυτός που σηκώνει τα πόδια, ζωηρός, ταχύς, δραστήριος, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.

Middle Liddell

ἀερσίπους
contr. for ἀερσίπους, raising the foot, active, Hhymn., Anth.