ἀκατάκριτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάκρῐτος:''' -ον ([[κατακρίνω]]), αυτός που δεν καταδικάσθηκε, που δεν κατακρίθηκε, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀκατάκρῐτος:''' -ον ([[κατακρίνω]]), αυτός που δεν καταδικάσθηκε, που δεν κατακρίθηκε, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάκρῐτος:''' несудимый: ἀκατάκριτόν τινα μαστίζειν NT бичевать кого-л. без суда.
}}
}}

Revision as of 15:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάκρῐτος Medium diacritics: ἀκατάκριτος Low diacritics: ακατάκριτος Capitals: ΑΚΑΤΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: akatákritos Transliteration B: akatakritos Transliteration C: akatakritos Beta Code: a)kata/kritos

English (LSJ)

ον,

   A uncondemned, Act.Ap.16.37, 22.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάκρῐτος: -ον, ὁ μὴ κατακριθείς, Πράξ. Ἀποστ. ιϛ΄, 37., κβ΄, 25. - Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non condamné.
Étymologie: ἀ, κατακρίνω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no juzgado, no condenado εἰ ἄνθρωπον Ῥωμαῖον καὶ ἀκατάκριτον ἔξεστιν ὑμῖν μαστίζειν; ¿podéis azotar a un ciudadano romano y sin que haya sido juzgado?, Act.Ap.22.25, cf. 16.37.
2 no condenable ἀ. ὁ ἐσθίων καὶ πίνων διὰ τὴν πίστιν Pall.H.Laus.proem.13.
II adv. -ως sin ser juzgado Dion.Ar.EH 118.1, Marc.Er.Leg.73.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of κατακρίνω; without (legal) trial: uncondemned.

English (Thayer)

(κατακρίνω), uncondemned; punished without being tried: Acts 22:25. (Not found in secular writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάκριτος, -ον) κατακρίνω
1. αυτός που δεν έχει καταδικαστεί
2. που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ
3. επίρρ. ἀκατακρίτως
χωρίς κατάκριση, ελεύθερα, άφοβα
«ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος).

Greek Monotonic

ἀκατάκρῐτος: -ον (κατακρίνω), αυτός που δεν καταδικάσθηκε, που δεν κατακρίθηκε, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάκρῐτος: несудимый: ἀκατάκριτόν τινα μαστίζειν NT бичевать кого-л. без суда.