ἄκλιτος: Difference between revisions
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλιτος]], -ον)<br />(στη [[γραμματική]]) αυτός που δεν κλίνεται<br /><b>μσν.</b><br />ο [[πείσμων]], ο [[δύσκαμπτος]], [[άκαμπτος]], [[ανένδοτος]] (<b>Ιω. Κλίμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρουσιάζει [[κλίση]]<br /><b>2.</b> ο [[σταθερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κλίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακλισία]]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλιτος]], -ον)<br />(στη [[γραμματική]]) αυτός που δεν κλίνεται<br /><b>μσν.</b><br />ο [[πείσμων]], ο [[δύσκαμπτος]], [[άκαμπτος]], [[ανένδοτος]] (<b>Ιω. Κλίμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρουσιάζει [[κλίση]]<br /><b>2.</b> ο [[σταθερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κλίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακλισία]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄκλῐτος:''' грам. несклоняемый (ῥήματα). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, Gramm.,
A indeclinable, D.T.641.23, A.D.Synt.30.10; Ael. Dion. wrote περὶ ἀκλίτων ῥημάτων. Adv. ἀκλίτως, ἔχειν Eust. 162.32. 2 Math., = ἀκλινής, Procl.in Euc.p.290F. 3 stable, Iamb.Myst.1.15.
German (Pape)
[Seite 74] 1) unbeweglich, unerbittlich, v. l. Theocr. 27, 16, für ἄλλυτον λίνον. – 2) indeclinabel, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλῐτος: -ον, ὁ, μὴ κλινόμενος, Γραμμ.· ὁ Αἴλ. Διον. ἔγραψε περὶ ἀκλίτων ῥημάτων. ― Ἐπίρρ. ἀκλίτως ἔχειν, Εὐστ. 162. 32.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no se inclina a un lado u otrode la perpendicular, Procl.in Euc.290.19
•inmutable, inquebrantable τάξις Procl.Phil.Chal.1, fig. ἀκλίτους ... τοὺς καθαροὺς νόας Iambl.Myst.1.15.
2 gram. indeclinable D.T.641.22
•subst. τὸ ἄ. cualidad de indeclinable A.D.Synt.30.10.
II adv. -ως de manera indeclinable ἔχειν Eust.162.32.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκλιτος, -ον)
(στη γραμματική) αυτός που δεν κλίνεται
μσν.
ο πείσμων, ο δύσκαμπτος, άκαμπτος, ανένδοτος (Ιω. Κλίμ.)
αρχ.
1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση
2. ο σταθερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κλίνω.
ΠΑΡ. ακλισία].
Russian (Dvoretsky)
ἄκλῐτος: грам. несклоняемый (ῥήματα).