ἀκωδώνιστος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκωδώνιστος]], -ον (Α) [[κωδωνίζω]]<br />αυτός που δεν ερευνήθηκε [[λεπτομερώς]], ο [[ανεξέταστος]].
|mltxt=[[ἀκωδώνιστος]], -ον (Α) [[κωδωνίζω]]<br />αυτός που δεν ερευνήθηκε [[λεπτομερώς]], ο [[ανεξέταστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκωδώνιστος:''' неиспытанный, непроверенный: ἀκωδώνιστον [[ἐᾶν]] τι Arph. не разобраться в чем-л.
}}
}}

Revision as of 15:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκωδώνιστος Medium diacritics: ἀκωδώνιστος Low diacritics: ακωδώνιστος Capitals: ΑΚΩΔΩΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akōdṓnistos Transliteration B: akōdōnistos Transliteration C: akodonistos Beta Code: a)kwdw/nistos

English (LSJ)

ον,

   A not tested, Ar.Lys.485.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκωδώνιστος: -ον, = ἀνεξέταστος, ἀδοκίμαστος, Ἀριστοφ. Λυσ. 485, ἴδε κώδων.

Spanish (DGE)

-ον
no sonado de las monedas para comprobar su valor, no ensayado, de ahí fig. no probado ὡς αἰσχρὸν ἀκωδώνιστον ἐᾶν τὸ τοιοῦτον πρᾶγμα Ar.Lys.485, cf. Phryn.PS 51, AB 374.

Greek Monolingual

ἀκωδώνιστος, -ον (Α) κωδωνίζω
αυτός που δεν ερευνήθηκε λεπτομερώς, ο ανεξέταστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκωδώνιστος: неиспытанный, непроверенный: ἀκωδώνιστον ἐᾶν τι Arph. не разобраться в чем-л.