ἀμφιτρέχω: Difference between revisions
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφιτρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, [[περιτρέχω]], [[περιβάλλω]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''ἀμφιτρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, [[περιτρέχω]], [[περιβάλλω]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιτρέχω:''' обегать: ἀ. τι Pind. бегать вокруг чего-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A run round, surround, αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Archil. 40; σέλας δ' ἀμφέδραμεν Pi.P.3.39; θείη δ' ἀμφιδέδρομεν χάρις Semon. 7.89.
German (Pape)
[Seite 145] (s. τρέχω), umlaufen, umgeben, σέλας ἀμφέδραμε Pind. P. 3, 39; perf. αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομε Archil. 16; Simonid. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιτρέχω: περιτρέχω, περιβάλλω, αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Ἀρχίλ. 37· σέλας δ’ ἀμφέδραμεν Πινδ. Π. 3. 69· θείη δ’ ἀμφιδέδρομεν χάρις Σιμων. Ἰαμβ. 6. 89.
French (Bailly abrégé)
courir autour.
Étymologie: ἀμφί, τρέχω.
English (Slater)
ἀμφιτρέχω
1 run round σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου (P. 3.39)
Spanish (DGE)
rodear τοῖον γὰρ αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Archil.114, θείη δ' ἀμφιδέδρομεν χάρις Semon.8.89, σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου Pi.P.3.39.
Greek Monolingual
ἀμφιτρέχω (Α)
τρέχω ολόγυρα, περιτρέχω, περικυκλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τρέχω.
Greek Monotonic
ἀμφιτρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, περιτρέχω, περιβάλλω, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιτρέχω: обегать: ἀ. τι Pind. бегать вокруг чего-л.