ἀναδικάζω: Difference between revisions
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀναδικάζω]])<br />(νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) [[επαναλαμβάνω]] [[δίκη]] [[μετά]] την [[αναίρεση]] της πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δικάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναδίκαση]]]. | |mltxt=(Α [[ἀναδικάζω]])<br />(νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) [[επαναλαμβάνω]] [[δίκη]] [[μετά]] την [[αναίρεση]] της πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δικάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναδίκαση]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναδῐκάζω:''' <b class="num">1)</b> менять свой суд (ἀνεδίκαζε [[Πάρις]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> med. начинать сызнова судебный процесс Isae. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A decide again, hear on appeal, τὰ γνωσθέντα Ph.1.299: abs., reverse a decision, AP5.221 (Agath.). II Med., renew an action after a previous judgement had been cancelled, Is.Fr.145.
German (Pape)
[Seite 186] sein Urtheil abändern, Agath. 10 (V, 222); med., einen Rechtshandel von neuem anfangen, Isaeus bei Poll. u. Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδῐκάζω: ἀποφασίζω ἐκ νέου, δικάζω ἐφεσιβληθεῖσαν ὑπόθεσιν, τὰ γνωσθέντα Φίλων 1. 299. ΙΙ. Μέσ., ἀνανεώνω δίκην μετὰ τὴν ἀναίρεσιν τῆς πρώτης ἀποφάσεως, Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. καὶ Πολυδ. 8. 23.
Spanish (DGE)
(ἀναδῐκάζω)
jur.
I act.
1 juzgar de nuevo, juzgar en apelación Ph.1.299.
2 revocar un juicio o sentencia, AP 5.222 (Agath.).
II med. apelar, entablar acción de nuevo Is.Fr.46, PSI 767.41 (IV a.C.).
Greek Monolingual
(Α ἀναδικάζω)
(νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) επαναλαμβάνω δίκη μετά την αναίρεση της πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δικάζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίκαση].
Russian (Dvoretsky)
ἀναδῐκάζω: 1) менять свой суд (ἀνεδίκαζε Πάρις Anth.);
2) med. начинать сызнова судебный процесс Isae.