ἀμφίασμα: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίασμα:''' -ατος, τό ([[ἀμφιάζω]]), [[ένδυμα]], σε Κτησ., Λουκ.
|lsmtext='''ἀμφίασμα:''' -ατος, τό ([[ἀμφιάζω]]), [[ένδυμα]], σε Κτησ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίασμα:''' ατος τό Plut., Luc. = [[ἀμφίεσμα]].
}}
}}

Revision as of 16:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίᾰσμα Medium diacritics: ἀμφίασμα Low diacritics: αμφίασμα Capitals: ΑΜΦΙΑΣΜΑ
Transliteration A: amphíasma Transliteration B: amphiasma Transliteration C: amfiasma Beta Code: a)mfi/asma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A garment, Ctes.Fr.29.10, Luc.Cyn.17.

German (Pape)

[Seite 136] τό, = ἀμφίεσμα, L uc. equ. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίασμα: -ατος, τό, = ἀμφίεσμα, ἔνδυμα, Κτησ. Περσ. 19, Λουκ. Κυν. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἀμφί.

Spanish (DGE)

-ματος, τό vestidura Ctes.13.12, Luc.Cyn.17, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμφίασμα, το (Α) ἀμφιάζω ένδυμα, ρούχο.

Greek Monotonic

ἀμφίασμα: -ατος, τό (ἀμφιάζω), ένδυμα, σε Κτησ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίασμα: ατος τό Plut., Luc. = ἀμφίεσμα.