ἀναντίρρητος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναντίρρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, [[αναμφισβήτητος]], [[αναμφίβολος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναντίρρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, [[αναμφισβήτητος]], [[αναμφίβολος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναντίρρητος:''' Polyb., Plut., Sext. = [[ἀναντίλεκτος]].
}}
}}

Revision as of 16:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναντίρρητος Medium diacritics: ἀναντίρρητος Low diacritics: αναντίρρητος Capitals: ΑΝΑΝΤΙΡΡΗΤΟΣ
Transliteration A: anantírrētos Transliteration B: anantirrētos Transliteration C: anantirritos Beta Code: a)nanti/rrhtos

English (LSJ)

ον,

   A not to be opposed, Plb.6.7.7, 28.13.4; undeniable, Act.Ap.19.36; λόγοι S.E.M.8.160. Adv. -τως without opposition, by consent, Plb.22.8.11; incontrovertibly, OGI335.138 (Pergam.), Aët.15.15; without gainsaying, Act.Ap.10.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναντίρρητος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος ἀντίρρησιν, ἀναμφισβήτητος, Πολύβ. 6. 7, 7., 28. 11, 4: ἀναμφίλογος, ἐναργής, Λόγοι Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 160. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 23. 8, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut contester ou contredire.
Étymologie: ἀ, ἀντί, ῥητός.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incontrovertible, innegable μαρτυρία I.Ap.1.160, λόγοι S.E.M.8.160, cf. Act.Ap.19.36.
2 que no sufre oposición αἱ τῶν ἀφροδισίων χρεῖαι Plb.6.7.7.
II adv. -ως
1 sin oposición, degrado τυγχάνειν πάντων φιλανθρώπων ἀ. Plb.22.8.11, ἧλθον Act.Ap.10.29, ἀποδώσομεν PLond.1319.12 (VI a.C.).
2 sin posibilidad de controversia δεικνύντες IP 245C.47.

English (Thayer)

(WH ἀναντιρητος; see Rho), ἀναντιρρητον, (the alpha privative, ἀντί, and ῤητός from Ρ᾽ΑΩ to say), not contradicted and not to be contradicted; undeniable (not to be gainsaid); in the latter sense, Polybius down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναντίρρητος, -ον)
αυτός που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, αναμφισβήτητος, αναμφίβολος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναντίρρητος: Polyb., Plut., Sext. = ἀναντίλεκτος.