ἀναξιόλογος: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀναξιόλογος]], -ον) [[ἀξιόλογος]]<br />ο μη [[αξιόλογος]], ο [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]], [[μηδαμινός]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀναξιόλογος]], -ον) [[ἀξιόλογος]]<br />ο μη [[αξιόλογος]], ο [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]], [[μηδαμινός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναξιόλογος:''' не стоящий слов, незначительный, ничтожный Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A inconsiderable, D.S.31.9.
German (Pape)
[Seite 200] nicht der Rede werth, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξιόλογος: ἀνάξιος λόγου, μηδαμινός, ἀναφέρεται ἡ λέξις ἐκ τοῦ Διοδώρου.
Spanish (DGE)
-ον carente de importancia στρατιὰ οὐκ ἀ. D.S.31.9.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀναξιόλογος, -ον) ἀξιόλογος
ο μη αξιόλογος, ο ανάξιος λόγου, ασήμαντος, μηδαμινός.
Russian (Dvoretsky)
ἀναξιόλογος: не стоящий слов, незначительный, ничтожный Diod.