ἀναπνευστικός: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναπνευστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[σχετικός]] με την [[αναπνοή]] ή ο [[κατάλληλος]] γι' αυτήν. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναπνευστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[σχετικός]] με την [[αναπνοή]] ή ο [[κατάλληλος]] γι' αυτήν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναπνευστικός:''' <b class="num">1)</b> дыхательный ([[τόπος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> дышащий (sc. [[ζῷον]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for respiration, ὁ ἀ. τόπος the respiratory region, Id.Sens. 445a27, Thphr.Sud.38; τὰ μὴ ἀ. [ζῷα] Arist.Spir.482a8; ἀ. δύναμις the power of breathing, M.Ant.6.15; τὰ -κά respiratory organs, Alex.Aphr.Pr.1.119.
German (Pape)
[Seite 203] zum Athemholen gehörig, δύναμις, das Vermögen zu athmen, M. Anton. 6, 15; τὰ ἀν., die Athmungsorgane, Medic.; übertr., erquickend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπνευστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος πρὸς ἀναπνοήν, ὁ ἀν. τόπος, οἱ πνεύμονες, Ἀριστ. Περὶ Αἰσθ. 5. 31, Θεοφρ. περὶ Ἱδρώτ. 38· τὰ μὴ ἀν. [ζῷα] Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 2. 9· ἀν. δύναμις, ἡ δύναμις τοῦ ἀναπνεῖν, Μ. Ἀντ. 6. 15.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1respiratorio τόπος Arist.Sens.445a27, δύναμις M.Ant.6.15.
2 que respira τὰ μὴ ἀ. (ζῷα) Arist.Spir.482a8.
II subst. órganos de la respiración τὰ ἀναπνευστικά Alex.Aphr.Pr.1.119.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναπνευστικός, -ή, -όν)
ο σχετικός με την αναπνοή ή ο κατάλληλος γι' αυτήν.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπνευστικός: 1) дыхательный (τόπος Arst.);
2) дышащий (sc. ζῷον Arst.).