ἀναβράσσω: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναβράσσω:''' Αττ. -[[βράττω]], [[κυρίως]] στον ενεστ. [[βράζω]], [[κοχλάζω]], με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ἀναβράττετ' ἐξοπτᾶτε</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀναβράσσω:''' Αττ. -[[βράττω]], [[κυρίως]] στον ενεστ. [[βράζω]], [[κοχλάζω]], με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ἀναβράττετ' ἐξοπτᾶτε</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναβράσσω:''' атт. [[ἀναβράττω]]<br /><b class="num">1)</b> варить ([[κρέα]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> встряхивать: τὰ ἐν τοῖς λίκνοις ἀναβραττόμενα Arst. то, что отвеивается во (встряхиваемых) ситах. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. ἀναβράττω, aor. subj.
A ἀναβράσῃ Dsc.5.14, boil well, seethe, ἀναβράττω κίχλας Ar. Pax1197; κρέα ἀνέβραττεν ὀρνίθεια Ra.510: abs., ἀναβράττετ', ἐξοπτᾶτε Ach.1005, cf. Dsc.l.c.: metaph., ζωήν . . ζέουσάν τε καὶ ἀναβράττουσαν Dam.Pr.86. 2 throw up, τὰ ἐν τοῖς λίκνοις ἀναβραττόμενα Arist.Mete.368b29; esp. of the sea, ἅλμη ἀναβρασθεῖσα spray dashed up, A.R.2.566, cf. LXX Wi.10.19. II intr., jump, of chariot, ib.Na.3.2.
French (Bailly abrégé)
1 faire bouillir;
2 faire jaillir, rejeter en bouillonnant.
Étymologie: ἀνά, βράσσω.
Greek Monolingual
ἀναβράσσω και -άττω (Α)
1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού
2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω
3. πηδώ έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + βράσσω.
ΠΑΡ. ἀνάβραση(-ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος].
Greek Monotonic
ἀναβράσσω: Αττ. -βράττω, κυρίως στον ενεστ. βράζω, κοχλάζω, με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., ἀναβράττετ' ἐξοπτᾶτε, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβράσσω: атт. ἀναβράττω
1) варить (κρέα Arph.);
2) встряхивать: τὰ ἐν τοῖς λίκνοις ἀναβραττόμενα Arst. то, что отвеивается во (встряхиваемых) ситах.