ἀμφικρέμαμαι: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφικρέμᾰμαι:''' Παθ., [[κρέμομαι]] [[ολόγυρα]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀμφικρέμᾰμαι:''' Παθ., [[κρέμομαι]] [[ολόγυρα]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφικρέμᾰμαι:''' досл. висеть вокруг, перен. носиться, парить (φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pind.).
}}
}}

Revision as of 16:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικρέμαμαι Medium diacritics: ἀμφικρέμαμαι Low diacritics: αμφικρέμαμαι Capitals: ΑΜΦΙΚΡΕΜΑΜΑΙ
Transliteration A: amphikrémamai Transliteration B: amphikremamai Transliteration C: amfikremamai Beta Code: a)mfikre/mamai

English (LSJ)

Pass.,

   A hang round, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.I.2.43, cf. O.7.24. ἀμφικρεμής, ές, overhanging, σκόπελος AP9.90 (Alph.).    2 hanging round shoulder, φαρέτρη APl.4.212 (Alph.); χλαμύς App.Anth.3.166 (Procl.). ἀμφίκρημνος, ον, with cliffs all round, ἄγκος E.Ba.1051.    II melaph., ἀπάτη ἀ. deceit which is always on the edge of the precipice, Ps.-Luc.Philopatr.16.

German (Pape)

[Seite 140] (s. κρεμάννυμι), rings umschweben, ἐλπίδες φρένας Pind. I. 2, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικρέμαμαι: παθ., κρέμαμαι ὁλόγυρα, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Πινδ. 1. 2. 64, πρβλ. Ο. 7. 44.

French (Bailly abrégé)

être suspendu autour de ou sur, acc..
Étymologie: ἀμφί, κρέμαμαι.

English (Slater)

ἀμφικρέμαμαι pass. c. acc.,
   1 hang round ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφᾰκρέμανται ἐλπίδες 1. 2. 43.

Spanish (DGE)

estar colgado alrededor de, pender sobre φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.I.2.43, c. tmesis ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Pi.O.7.25.

Greek Monolingual

ἀμφικρέμαμαι (Α)
κρέμομαι γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρέμομαι].

Greek Monotonic

ἀμφικρέμᾰμαι: Παθ., κρέμομαι ολόγυρα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφικρέμᾰμαι: досл. висеть вокруг, перен. носиться, парить (φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pind.).