ἀνηκουστέω: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνηκουστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[απρόθυμος]] να υπακούσω, [[απειθώ]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Θουκ.· με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., στον ίδ.
|lsmtext='''ἀνηκουστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[απρόθυμος]] να υπακούσω, [[απειθώ]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Θουκ.· με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνηκουστέω:''' не слушаться, не повиноваться (τινος Hom., Aesch., Thuc. и τινι Her.).
}}
}}

Revision as of 16:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνηκουστέω Medium diacritics: ἀνηκουστέω Low diacritics: ανηκουστέω Capitals: ΑΝΗΚΟΥΣΤΕΩ
Transliteration A: anēkoustéō Transliteration B: anēkousteō Transliteration C: anikousteo Beta Code: a)nhkouste/w

English (LSJ)

   A to be unwilling to hear, disobey, c. gen., οὐδ' ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησε Il.15.236; τῶν πατρὸς λόγων A.Pr.40; τῶν νόμων Th.1.84: c. dat., ἀ. τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.14: also abs., 1.115, Aen.Tact.10.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηκουστέω: μέλλ. -ήσω, δὲν θέλω νὰ ἀκούσω, παρακούω, μετὰ γεν., οὐδ’ ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἰλ. Ο. 236, ΙΙ. 676· τῶν πατρὸς λόγων Αἰσχύλ. Προμ. 40· τῶν νόμων Θουκ. 1. 84: - μετὰ δοτ., ἀν. τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6. 14: ὡσαύτως ἀπολ., 1. 115· πρβλ. τὸν ποιητ. τύπον νηκουστέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ne pas entendre, ne pas écouter, désobéir à, gén. ou dat..
Étymologie: ἀνήκουστος.

English (Autenrieth)

(ἀνήκουστος, ἀκούω): be disobedient, w. genitive. Cf. νηκουστέω. (Il.)

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. jón. ἀνηκούστεε Hdt.1.115]
no prestar oído a, desobedecer c. gen. οὐδ' ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἀπόλλων Il.15.236, 16.676, τῶν πατρὸς λόγων A.Pr.40, αὐτών (τῶν νόμων) Th.1.84, ἂν οἱ ναῦται τῶν κυβερνητῶν ἀνηκουστῶσι D.C.41.33.3
c. dat. τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.14
abs. Hdt.1.115, Aen.Tact.10.3.

Greek Monotonic

ἀνηκουστέω: μέλ. -ήσω, είμαι απρόθυμος να υπακούσω, απειθώ, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Θουκ.· με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνηκουστέω: не слушаться, не повиноваться (τινος Hom., Aesch., Thuc. и τινι Her.).