ἀνήλιος: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνήλιος:''' Δωρ. -[[άλιος]], <i>-ον</i>, [[ανήλιαγος]], [[σκιερός]], σε Τραγ.
|lsmtext='''ἀνήλιος:''' Δωρ. -[[άλιος]], <i>-ον</i>, [[ανήλιαγος]], [[σκιερός]], σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνήλιος:''' дор. [[ἀνάλιος]] 2 (ᾱλ)<br /><b class="num">1)</b> неозаряемый солнцем, бессолнечный, мрачный (μυχοὶ ἄντρων Aesch.; λιβας Eur.; τῆς γῆς [[μέρος]] Plut.; [[χωρίον]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> темный, тенисстый ([[φυλλάς]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 16:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήλιος Medium diacritics: ἀνήλιος Low diacritics: ανήλιος Capitals: ΑΝΗΛΙΟΣ
Transliteration A: anḗlios Transliteration B: anēlios Transliteration C: anilios Beta Code: a)nh/lios

English (LSJ)

Dor. ἀν-άλιος, ον,

   A without sun, unsunned, sunless, of the nether world, A.Th.859 (lyr.); μυχοί, δνόφοι, Id.Pr.453, Ch.51(lyr.); φυλλάς S.OC676 (lyr.); λιβάς E.Andr.534 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 229] ohne Sonne, schattig, dunkel, μυχοὶ ἄντρων Aesch. Prom. 451; δνόφος Ch. 50; λάμπη Eum. 365; φυλλάς Soph. O. C. 682; λιβάς Eur. Andr. 535; Luc. Necyom. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήλιος: Δωρ. -άλιος, ον, ὁ ἄνευ ἡλίου, ὃν δὲν βλέπει ὁ ἥλιος, σκιερός, σκοτεινός, ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Αἰσχύλ. Θ. 859· μυχοί, δνόφοι ὁ αὐτ. Πρ. 453, Χο. 51· φυλλὰς Σοφ. Ο. Κ. 676· λιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 534.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans soleil, sombre.
Étymologie: ἀ, ἥλιος.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. ἀνάλιος A.Th.859, E.Alc.437, Io 500
I 1no soleado, no iluminado por el soldel Hades χέρσος A.l.c., cf. E.HF 607
de cuevas y lugares subterráneos ἄντρων μυχοί A.Pr.453, ἄντρα E.Io l.c.
de las antorchas de las Euménides, A.Eu.386
de la tierra τῆς γῆς ἀνήλιον μέρος Plu.2.330d, χωρίον Luc.Nec.9.
2 sombrío οἶκος E.Alc.l.c., Gal.13.778, δόμοι E.Alc.852, λιβάς E.Andr.534.
II que quita el sol φυλλάς S.OC 676.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀνήλιος, -ον)
αυτός που δεν τον βλέπει ο ήλιος, σκιερός, σκοτεινός.

Greek Monotonic

ἀνήλιος: Δωρ. -άλιος, -ον, ανήλιαγος, σκιερός, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήλιος: дор. ἀνάλιος 2 (ᾱλ)
1) неозаряемый солнцем, бессолнечный, мрачный (μυχοὶ ἄντρων Aesch.; λιβας Eur.; τῆς γῆς μέρος Plut.; χωρίον Luc.);
2) темный, тенисстый (φυλλάς Soph.).