ἀνθοφυής: Difference between revisions

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθοφυής:''' -ές ([[φυή]]), [[ποικιλόχρωμος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνθοφυής:''' -ές ([[φυή]]), [[ποικιλόχρωμος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθοφυής:''' подобный цветам, яркий, пестрый (ψιττακοῦ [[πτέρυξ]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 16:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοφυής Medium diacritics: ἀνθοφυής Low diacritics: ανθοφυής Capitals: ΑΝΘΟΦΥΗΣ
Transliteration A: anthophyḗs Transliteration B: anthophyēs Transliteration C: anthofyis Beta Code: a)nqofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A parti-coloured, πτέρυξ, of a parrot, AP9.562 (Crin.).    II producing flowers, βῶλος IG12(9).954.13 (Chalcis).

German (Pape)

[Seite 233] ές, von Blumennatur, bunt, πτέρυξ, des Papagei, Crinag. 27 (IX, 562).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοφυής: -ές, ποικιλόχρους, ὁ ἔχων ἀνθηρὸν χρῶμα, περὶ τῶν πτερύγων ψιττακοῦ, ἤλυθεν ἐς δρυμοὺς ἀνθοφυεῖ πτέρυγι Ἀνθ. Π. 9. 562. ΙΙ. ὁ παράγων ἄνθη, Ἐπιγάμμ. Ἑλλ. 103.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de la nature des fleurs, càd aux couleurs brillantes.
Étymologie: ἄνθος, φύω.

Spanish (DGE)

-ές
1 polícromo πτέρυξ de un loro AP 9.562 (Crin.).
2 que produce flores βῶλος IG 12(9).954.13 (Cálcide).

Greek Monolingual

ἀνθοφυής, -ές)
αυτός που παράγει άνθη
αρχ.
ποικιλόχρωμος.

Greek Monotonic

ἀνθοφυής: -ές (φυή), ποικιλόχρωμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοφυής: подобный цветам, яркий, пестрый (ψιττακοῦ πτέρυξ Anth.).