ἀνορέγω: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
(4)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνορέγω]] (Α) [[[ορέγω]] «[[εκτείνω]], [[προτείνω]]»]<br />(για τους ελέφαντες) [[σηκώνω]] την [[προβοσκίδα]] [[προς]] τα [[επάνω]].
|mltxt=[[ἀνορέγω]] (Α) [[[ορέγω]] «[[εκτείνω]], [[προτείνω]]»]<br />(για τους ελέφαντες) [[σηκώνω]] την [[προβοσκίδα]] [[προς]] τα [[επάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνορέγω:''' протягивать вверх, поднимать ([[ἄνω]] τι Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορέγω Medium diacritics: ἀνορέγω Low diacritics: ανορέγω Capitals: ΑΝΟΡΕΓΩ
Transliteration A: anorégō Transliteration B: anoregō Transliteration C: anorego Beta Code: a)nore/gw

English (LSJ)

   A hand up, of the elephant's use of his trunk, Arist.HA 497b28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορέγω: ἐκτείνω πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ ἐλέφαντος μεταχειριζομένου τὴν προβοσκίδα αὑτοῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 6.

Spanish (DGE)

elevar, hacer subir, ἄνω Arist.HA 497b28.

Greek Monolingual

ἀνορέγω (Α) [[[ορέγω]] «εκτείνω, προτείνω»]
(για τους ελέφαντες) σηκώνω την προβοσκίδα προς τα επάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνορέγω: протягивать вверх, поднимать (ἄνω τι Arst.).