ἀνεπιχείρητος: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(4) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεπιχείρητος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί να επιχειρήσει [[κάποιος]], [[ακατόρθωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει επιχειρηθεί<br /><b>2.</b> [[απρόσβλητος]], [[ακαταμάχητος]]. | |mltxt=[[ἀνεπιχείρητος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί να επιχειρήσει [[κάποιος]], [[ακατόρθωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει επιχειρηθεί<br /><b>2.</b> [[απρόσβλητος]], [[ακαταμάχητος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεπιχείρητος:''' <b class="num">1)</b> неприступный, неодолимый (τινι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не предпринятый, не начатый ([[ἄρρητος]] καὶ ἀ. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unassailable, Plu.Caes.25; = ἀνεπιβούλευτος, Hsch. 2 unattempted, Plu.2.1075d.
German (Pape)
[Seite 225] nicht anzugreifen, nicht zu überwältigen, Plut. Cleom. 3; adv. Stoic. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιχείρητος: -ον, ἀπρόσβλητος, ἀπροσμάχητος, Πλουτ. Κλεομ. 3. 2) ὁ μὴ ἐπιχειρηθείς, ὁ αὐτ. 2. 1075Δ. - «ἀνεπιχείρητοι, ἀνεπιβούλευτοι» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non entrepris;
2 inattaquable.
Étymologie: ἀ, ἐπιχειρέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no ha sido intentado τῶν ἀτοπωτάτων οὐδέν ninguna de las cosas más insólitas Plu.2.1075d
•inalterado, intacto φυλαχθῆναι τὰ ἐψηφισμένα ... ἀνεπιχείρητα IGR 4.661.17 (Acmonia I d.C.)
•no expuesto a ataques Hsch.
2 imposible ἐδόκουν ἀνεπιχείρητα Καίσαρι τὰ τῶν ἀφισταμένων ποιεῖν (estas cosas) parecían hacer imposible a César oponerse a los planes de los rebeldes Plu.Caes.25.
Greek Monolingual
ἀνεπιχείρητος, -ον (AM)
μσν.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να επιχειρήσει κάποιος, ακατόρθωτος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει επιχειρηθεί
2. απρόσβλητος, ακαταμάχητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιχείρητος: 1) неприступный, неодолимый (τινι Plut.);
2) не предпринятый, не начатый (ἄρρητος καὶ ἀ. Plut.).