ἀντιδέρκομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιδέρκομαι:''' αποθ. = [[ἀντιβλέπω]], με αιτ., σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀντιδέρκομαι:''' αποθ. = [[ἀντιβλέπω]], με αιτ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιδέρκομαι:''' Eur. = [[ἀντιβλέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A = ἀντιβλέπω, c. acc., E.HF163.
German (Pape)
[Seite 251] (s. δέρκομαι), gerad entgegensehen, Eur. Herc. Fur. 162.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδέρκομαι: ἀποθ., ἀντιβλέπω, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 163· μετὰ δοτ., διάφορος γραφὴ ἐν Λουκ. Ἰκαρομ. 14.
Spanish (DGE)
mirar frente a frente δορὸς ταχεῖαν ἄλοκα E.HF 163.
Greek Monolingual
ἀντιδέρκομαι (Α)
βλέπω κάποιον κατάματα, ατενίζω.
Greek Monotonic
ἀντιδέρκομαι: αποθ. = ἀντιβλέπω, με αιτ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδέρκομαι: Eur. = ἀντιβλέπω.