ἀξιοπενθής: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀξιοπενθής:''' -ές ([[πένθος]]), [[άξιος]] πένθους, θρήνου, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀξιοπενθής:''' -ές ([[πένθος]]), [[άξιος]] πένθους, θρήνου, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀξιοπενθής:''' печальный, прискорбный (φῆμαι τῶν μεγάλων Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A lamentable, E.Hipp.1465.
German (Pape)
[Seite 270] ές, betrauernswerth, Eur. Hipp. 1476.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοπενθής: -ές, ἄξιος πένθους, θρήνων, Εὐρ. Ἱππ. 1465: - Ὡσαύτως, ἀξιοπένθητος, ον, Κ. Μανασσ. Χρον. 155, 3983.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
déplorable.
Étymologie: ἄξιος, πένθος.
Spanish (DGE)
-ές que causa dolor φῆμαι E.Hipp.1465.
Greek Monolingual
ἀξιοπενθής (-οῡς), -ές (Α)
1. ο άξιος πένθους
2. ο αξιοθρήνητος.
Greek Monotonic
ἀξιοπενθής: -ές (πένθος), άξιος πένθους, θρήνου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιοπενθής: печальный, прискорбный (φῆμαι τῶν μεγάλων Eur.).