ἀνωφέλητος: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνωφέλητος:''' -ον ([[ὠφελέω]]), [[ανωφελής]], [[μάταιος]], [[άχρηστος]], σε Σοφ.· <i>τινι</i>, σε κάποιον, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀνωφέλητος:''' -ον ([[ὠφελέω]]), [[ανωφελής]], [[μάταιος]], [[άχρηστος]], σε Σοφ.· <i>τινι</i>, σε κάποιον, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνωφέλητος:''' <b class="num">1)</b> неиспользуемый, не приносящий пользы (γῆ Xen.);<br /><b class="num">2)</b> бесполезный, бесплодный, напрасный ([[τροφή]] Soph.): ἀνωφέλητα [[τλῆναι]] Aesch. напрасно страдать;<br /><b class="num">3)</b> негодный (τέκνα Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unprofitable, useless, τινί to one, A. Ch.752: abs., S.Ant.645, El.1144; γῆ X.Cyr.1.6.11. II helpless, ἄνθρωπος Eup.377; ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.9 D.
German (Pape)
[Seite 269] 1) nicht genutzt, unbenutzt, z. B. ein unbestellter Acker, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) nach Phryn. B. A. 24 ἰδίως ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι; bei Eupolis ἄνθρωπος, hoffnungslos, dem nichtzu helfen ist, οἱ δὲ πολλοὶ ἐπὶ τοῦ μὴ ὠφελεῖν θέλοντος ἢ δυναμένου; nutzlos, ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. Ch. 741; nichtsnutzig, Soph. Ant. 645; fruchtlos, vergeblich, El. 1144.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωφέλητος: -ον, ἀνωφελής, μάταιος, ἄχρηστος, τινί, εἴς τινα Αἰσχύλ. Χ. 752· ἀπολ., Σοφ. Ἀντ. 645, Ἠλ. 1144· γῆ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11. ΙΙ. ἀνωφ. ἄνθρωπος, «ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι», Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 87 (Α. Β. 4, 24).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne procure aucun profit.
Étymologie: ἀ, ὠφελέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 inútil ἐμοί A.Ch.752, ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.71c
•abs. τέκνα S.Ant.645, τροφή S.El.1144, γῆ X.Cyr.1.6.11.
2 desvalido ἄνθρωπος Eup.377.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνωφέλητος -ον)
1. ανώφελος, άχρηστος
2. αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από κάτι.
Greek Monotonic
ἀνωφέλητος: -ον (ὠφελέω), ανωφελής, μάταιος, άχρηστος, σε Σοφ.· τινι, σε κάποιον, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωφέλητος: 1) неиспользуемый, не приносящий пользы (γῆ Xen.);
2) бесполезный, бесплодный, напрасный (τροφή Soph.): ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. напрасно страдать;
3) негодный (τέκνα Soph.).