ἀνώϊστος: Difference between revisions
(3) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνώϊστος:''' -ον ([[οἴομαι]]), [[αναπάντεχος]], [[απροσδόκητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.<br /><b class="num">• [[ἀνώϊστος]]:</b> -ον, Ιων. αντί <i>ἀν-[[οιστός]]</i>, αυτός που αναφέρεται σε κάποιο [[πρόσωπο]], <i>ἔς τινα</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀνώϊστος:''' -ον ([[οἴομαι]]), [[αναπάντεχος]], [[απροσδόκητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.<br /><b class="num">• [[ἀνώϊστος]]:</b> -ον, Ιων. αντί <i>ἀν-[[οιστός]]</i>, αυτός που αναφέρεται σε κάποιο [[πρόσωπο]], <i>ἔς τινα</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνώϊστος:''' <b class="num">1)</b> непредвиденный, неожиданный ([[κακόν]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> неведомый, непостижимый (θνητοῖσιν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> незаметно идущий, неслышный ([[χρόνος]] Anth.).<br />Her. = [[ἀνοιστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), ον, (οἴομαι)
A unlooked for, unexpected, ἀ. κακόν Il.21.39; ἀνωΐστων πολέων περ Hom.Epigr.5; βέλεα Mosch.2.75; κλάδοι Epic.Anon.Oxy. 214.1. Adv. -τως A.R.1.680.
ἀνώϊσ-τος (B), ον, prob.
A f.l. for ἀνοιστός, referred, ἀνωΐστου γενομένου ἐς τὴν Πυθίην the matter having been referred to .., Hdt.6.66. 2 lifted up, raised, Aret.SA2.11.
French (Bailly abrégé)
1ion. p. *ἀνοιστός, adj. verb. de ἀναφέρω.
2ος, ον :
inopiné, inattendu.
Étymologie: ἀ, οἴομαι.
3ion. c. ἀνοιστός.
Spanish (DGE)
-ον
elevado, levantado ἢν (sc. ἡ ὑστέρη) ἐξαπίνης ἀνώϊστος γένηται Aret.SA 2.11.2, κλάδοι Epic.Alex.Adesp.3.1.
-ον
I 1inesperado τῷ δ' ἄρ' ἀνώϊστον κακὸν ἤλυθε δῖος Ἀχιλλεύς Il.21.39, cf. Od.3.306 (ap. crít.), μῦθος A.R.3.670, πότμος A.R.3.800, βέλεα Mosch.2.75.
2 que pasa inadvertido πόλεις hex. en Ps.Hdt.Vit.Hom.212, χρόνος el tiempo que pasa insensiblemente, AP 7.564.3.
II adv. -ως inesperadamente ὅμιλος ἀνωίστως ἐφικάνει A.R.1.680.
Greek Monotonic
ἀνώϊστος: -ον (οἴομαι), αναπάντεχος, απροσδόκητος, σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.
• ἀνώϊστος: -ον, Ιων. αντί ἀν-οιστός, αυτός που αναφέρεται σε κάποιο πρόσωπο, ἔς τινα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνώϊστος: 1) непредвиденный, неожиданный (κακόν Hom.);
2) неведомый, непостижимый (θνητοῖσιν Hom.);
3) незаметно идущий, неслышный (χρόνος Anth.).
Her. = ἀνοιστός.