ἀπερικάλυπτος: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπερικάλυπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει περικαλυφθεί, δεν έχει σκεπαστεί [[γύρο]] [[γύρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φανερός]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπερικάλυπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει περικαλυφθεί, δεν έχει σκεπαστεί [[γύρο]] [[γύρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φανερός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπερικάλυπτος:''' незакрытый, открытый ([[τόπος]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 31 December 2018
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A uncovered, exposed, in Adv. -τως undisguisedly, Hld.8.5.
German (Pape)
[Seite 287] unverhüllt, unumwunden, Hel. 8, 5 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερικάλυπτος: -ον, ὁ μὴ περικεκαλυμμένος, ἐκτεθειμένος, διότι ἐνδιατρίβει ὁ ἥλιος ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῷ ἀπερικαλύπτῳ Ἀριστ. π. Φυτῶν 2. 2, 18. ― Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, οὐχὶ ἐν κρυπτῷ, Ἡλιόδ. 8. 5.
Spanish (DGE)
-ον
1 desvelado, inocultable (πῦρ) φωτιστικὸν ταῖς ἀ. ἐλλάμψεσιν Dion.Ar.CH M.3.329B.
2 adv. -ως abiertamente ὡς φῶς ἀ. ... καταυγάζον Dion.Ar.CH M.3.144D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπερικάλυπτος, -ον)
αυτός που δεν έχει περικαλυφθεί, δεν έχει σκεπαστεί γύρο γύρο
αρχ.
φανερός.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερικάλυπτος: незакрытый, открытый (τόπος Arst.).