ἀποβάπτω: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποβάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[βυθίζω]] [[κάτι]] αρκετά ή εντελώς στο [[νερό]] ή σε [[άλλο]] [[υγρό]], <i>ἑωυτόν</i>, σε Ηρόδ.· <i>τι εἴς τι</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀποβάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[βυθίζω]] [[κάτι]] αρκετά ή εντελώς στο [[νερό]] ή σε [[άλλο]] [[υγρό]], <i>ἑωυτόν</i>, σε Ηρόδ.· <i>τι εἴς τι</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποβάπτω:''' погружать, окунать (τι и τινὰ εἴς τι Her., Arst., Plut., τί τινι и τι ἔν τινι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A dip, plunge, ἑωυτόν Hdt.2.47; ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκεα Id.4.70; εἰς ποταμὸν τὰ γιγνόμενα Arist.Pol.1336a16; λίθον ἐν οἴνῳ Id.HA607a25; φαρμάκῳ τοὺς ὀϊστούς Id.Mir.845a1: metaph., ἀ. τὴν λέξιν εἰς νοῦν Plu.Phoc.5:—Pass., ὅστις ἐν ἅλμη . . ἀπεβάφθη Ar.Fr. 416; περιστερὰς ἀποβεβαμμένας εἰς μύρον Alex.62.3. 2 ἀ. ὕδωρ draw water, LXX2 Ma.1.21.
German (Pape)
[Seite 297] untertauchen, Her. 4, 70; δαλὸν εἰς ὕδωρ Ath. IX, 409 b; Arist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβάπτω: μέλλ. ψω, βυθίζω τι εἰς ὕδωρ ἢ ἄλλο ὑγρὸν, «βουτῶ» ἀπ’ ὦν ἔβαψεν ἑωυτὸν (ἐν τμήσει) Ἡρόδ. 2. 47· ἀποβάψαντες ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκεα καὶ ὀϊστοὺς καὶ σάγαριν ὁ αὐτ. 4. 70· εἰς ποταμὸν τὰ γιγνόμενα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 3· λίθον ἐν οἴνῳ ἀποβάψαντες πίνουσιν ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 29, 3· φαρμάκῳ τοὺς ὀϊστοὺς ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 141: - μεταφ. ὥσπερ… ὁ Ζήνων ἔλεγεν ὅτι δεῖ τὸν φιλόσοφον εἰς νοῦν ἀποβάπτοντα προφέρεσθαι τὴν λέξιν Πλουτ. Φωκ. 5: - Παθ., ὅστις ἐν ἅλμῃ ἀπεβάφθη Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 366· περιστερὰς ἀφῆκεν ἀποβεβαμμένας εἰς… μύρον Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1. 2) ἀντλῶ, ἀποβάψαντας [[[ὕδωρ]]] φέρειν Ἑβδ. (Μακκ. Β΄, α΄, 21).
French (Bailly abrégé)
plonger, tremper.
Étymologie: ἀπό, βάπτω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. part. med. ἀποβαπσάμενον ICr.2.12.15.4 (Eleuteria)]
sumergir, bañar αὐτοῖσι ... ἱματίοισι ἀπ' ὦν ἔβαψε ἑωυτόν Hdt.2.47, εἰς ποταμὸν ἀποβάπτειν τὰ γιγνόμενα ψυχρόν bañar a los niños en un río frío Arist.Pol.1336a16
•de cosas sumergir, bañar, mojar ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκην Hdt.4.70, ἐς ῥόδινον εἴριον Hp.Mul.1.78 (p.178), cf. Int.9, ἄρτους ἐξ οἴνου ... ἀποβάπτων Hp.Acut.(Sp.) 52, φάρμακον ᾧ ἀποβάπτουσι τοὺς ὀϊστούς Arist.Mir.845a1, (λίθον) ἐν οἴνῳ Arist.HA 607a25
•en v. pas. ὅστις ἐν ἅλμῃ ... ἀπεβάφθη Ar.Fr.416, περιστερὰς ... ἀποβεβαμμένας εἰς ... μύρον Alex.62.3, fig. ἀ. λέξιν εἰς νοῦν Zeno Stoic.1.23.
Greek Monolingual
βλ. αποβάφω.
Greek Monotonic
ἀποβάπτω: μέλ. -ψω, βυθίζω κάτι αρκετά ή εντελώς στο νερό ή σε άλλο υγρό, ἑωυτόν, σε Ηρόδ.· τι εἴς τι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβάπτω: погружать, окунать (τι и τινὰ εἴς τι Her., Arst., Plut., τί τινι и τι ἔν τινι Arst.).